Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Μάζεμα-διατήρηση ελιών και


Πότε να μαζεύουμε τις ελιές.
Για την καλή ποιότητα του λαδιού έχει μεγάλη σημασία ή εποχή πού θα μαζέψουμε τις ελιές. Γενικά οι πολύ ώριμες δίνουνε κατώτερο λάδι και όσες είναι από κάμπο ή από θέσεις χαμηλές και προαηλιακές χοντρό και πολύ χρωματισμένο. Γι' αυτό τις ελιές του κάμπου πρέπει πάντα να τις μαζεύουμε λίγο αγουρωπές για να επιτυχαίνουμε λάδι λεπτότερο και καλύτερο στην ποιότητα.
 Κι αντίθετα, όσες ελιές καλλιεργούνται ψηλά σε πλαγιές απ' ασβεστόπετρες δίνουνε λάδι πιο λεπτό και πιο ανοιχτό στο χρώμα. Τις ελιές αυτές πρέπει να τις μαζεύουμε όταν μαυρίσουν καλά και πριν αρχίσουνε να ζαρώνουν γιατί τότε έχουνε το περισσότερο και το καλύτερο λάδι κι αν τις αφήσουμε να ωριμάσουν πολύ καλά έχουμε λάδι κατώτερο. Έχουμε ακόμα συμφέρον να μαζεύουμε τις ελιές από τούς χαμηλούς κλώνους με το χέρι και μονάχα από τούς πολύ ψηλούς, πού δε φτάνομε, να ρίχνουμε τις ελιές χτυπώντας τα κλωνιά ανάλαφρα μα καλάμι. Έτσι δε θα έχουμε μεγάλες ζημίες γιατί δε θα τσακίζουμε τα κλωνιά πού θα δώσουν καρπό τον ερχόμενο χρόνο. Και να κουβαλούμε τις ελιές στο λιοτρίβι σε κοφίνια γιατί με σακιά ζουλίζονται κι ανάβουν.

Μια απάτη.
Σχεδόν σ' όλες τις επαρχίες που καλλιεργείται η ελιά νομίζουνε πως παίρνουν περισσότερο λάδι όταν αργήσουν να λιοτριβίσουνε τις ελιές. Άκουσα κτηματία να λέει χαρούμενος πώς από 3 οκ. ελιές πήρε μια οκά λάδι. Ο κτηματίας αυτός είχε γελαστεί πολύ, διόλου δεν είχε πάρει λάδι περισσότερο, ζημία μονάχα μεγάλη είχε πάθει από την ποιότητα του λαδιού που ήταν πια κατώτερη γιατί είχαν σαπίσει οι ελιές. Και γελάστηκε γι' αυτόν το λόγο: Μια οκά ελιές ώριμες όταν σιτευτούνε και χάσουνε το ζουμί τους, ας πούμε πως θα ζυγίζουν 300 δράμια. Οι 3 οκ. ελιές του κτηματία αυτού θα ζύγιζαν αν ήταν φρέσκες 4 οκ. και θα έδιναν το ίδιο ποσόν λαδιού μα θα κέρδιζε περισσότερα από την ποιότητα του. Μερικοί απ' αυτούς για να δικαιολογηθούνε την απάτη τους, λένε πως στύβοντας σιτεμένες ελιές έχουν οικονομία γιατί κάνουνε λιγότερες κοψές ή μύλους. Και πράγματι κάνουνε λιγότερες κοψές. Μα είναι λογικό, τους συμφέρει να χάσουνε την καλή ποιότητα του λαδιού που θα 'παιρναν πιο πολλά λεπτά από εκείνα πού θα ξόδευαν για τις παραπανίσιους μύλους ; Όσοι διαβάσουν αυτά πού γράφω για την απάτη κι' ακολουθούνε τον ίδιο δρόμο, θα μοιάσουν με εκείνον πού λυπάται το καρφί και χάνει το πέταλο.

Πώς να διαλέγουμε τις ελιές
Πριν λιοτριβήσουμε τις ελιές πρέπει να τις διαλέξουμε για να βγάλουμε τις σαβούρες, τις σκουληκιασμένες ελιές και σαπισμένες και τις λιοτριβήσουμε χωριστά γιατί έχουνε πρόστυχο λάδι. Χωριστά λιοτριβούμε και τις χαμάδες (σταφιδιασμένες) γιατί κι αυτές έχουν λάδι τελευταίας ποιότητος. Εγώ στο ελαιουργείο μου διάλεγα τέλεια τις ελιές και σχεδόν ανέξοδα με σταφιδομηχανή που της είχα αλλάξει τα κόσκινα για να περνούν μονάχα οι χαλασμένες. Σε μια ώρα γυρίζοντας την εργάτης με το χέρι καθάριζε 350-400 οκ. ελιές.

Πώς να πλένουμε τις ελιές
Τις λερωμένες ελιές κι αυτές που μαζεύομαι από χάμου ύστερα από βροχή πρέπει καλά να τις πλένουμε με καθαρό νερό για να έχουμε καλό λάδι. Το πλύσιμο μπορούμε να κάνουμε με χειροκόφινανα γεμάτα ίσαμε τη μέση μ' ελιές που βουτούμε 2-3 φορές έως να καθαρίσουν σε στερνίτσα με νερό ή σε θάλασσα σαν τύχη να έχουμε στην ακρογιαλιά το λιοτρίβι. Μερικοί πλένουν τις ελιές στα κοφίνια χύνοντας απάνω πολλές φορές καθαρό νερό.

Πώς να καθαρίζουμε το λιοτρίβι
Στο λιοτρίβι πρέπει να βασιλεύει ή καθαριότητα γι αυτό μια βδομάδα πριν τα ανοίξουμε για να δουλέψει το σαρώνουμε καλά, ασβεστώνουμε τούς τοίχους και πλένομε, τις πέτρες του μύλου, τα πιεστήρια, το λιμπί, τα αγγεία και τις τσαντήλες με νερό κρύο πού λειώσαμε 6 τα εκατό ποτάσα ή σόδα και τα ξεπλύναμε κατόπι 2-3 φορές με σκέτο καθαρό νερό.
Ή καθαριότητα αυτή του λιοτριβιού πρέπει να γίνεται κάθε σαββατόβραδο και κάθε φορά που λιοτριβήσαμε σαπισμένες ή βρωμολιές. Το πάτωμα του λιοτριβιού πρέπει κάθε μέρα να το καθαρίζουμε από την πυρήνα και να την πηγαίνουμε σε αποθήκη γιατί ανάβει και μας χαλάει το λάδι.
Πρέπει ακόμα να προσέχουμε η κοπριά του αλόγου πού γυρίζει το μύλο να πετιέται αμέσως έξω από το λιοτρίβι και το λυχνάρι πού κρέμεται ανάμεσα στις πέτρες να μη στάζει στις ελιές που αλέθομαι, Τις τσαντήλες από καιρό σε καιρό να τις μπουγαδιάζουμε ή τις πλένομαι με λίγη ποτάσα ή σόδα κι όταν τις στύβουμε για να βγει το λάδι να τις περιχύνουμε με πολύ καυτό και καθαρό νερό. Και να βάφουμε με μίνιο όλα τα μέρη του πιεστηρίου πού δεν ακουμπούν οι τσαντήλες, τα αγγεία απέξω και τα σίδερα του μύλου. Η λίμπα είναι απαραίτητο να χωριστή σε δύο, στη μια μεριά να πηγαίνει το θερμασμένο και στην άλλη αθέρμαντο λάδι.
Το αθέρμαντο λάδι επειδή δύσκολα λαγαρίζει το παίρνομε από τη λίμπα και τα βάζουμε προσωρινά σε τενεκεδένιο καζάνι και ύστερα από 12 ώρες θα έχει καθαρίσει. Βάζοντας ξεχωριστά το αθέρμαντο λάδι κερδίζομε γιατί πουλιέται ακριβότερα. Το λιοτρίβι πρέπει να είναι ζεστό, για αυτό το κλείνομε από το βοριά για να έχει θερμοκρασία 18-20 βαθμούς που είναι η πιο κατάλληλη. Με πιο χαμηλή θα είναι κρύο και θα χαλάει η ποιότητα του λαδιού.

Πώς να διατηρούμε τις ελιές.
Τις ελιές πρέπει να τις λιοτριβούμε το πολύ τρεις ημέρες ύστερα από το μάζεμα, πριν δηλαδή ανάψουν και χαλάσει η ποιότητα του λαδιού. Ωστόσο συμβαίνει σχεδόν πάντοτε να μην μπορούμε να δουλέψουμε τις ελιές αμέσως και να είμαστε αναγκασμένοι να τις διατηρήσουμε για λίγες ημέρες. Στην περίσταση αυτή πρέπει με κάθε τρόπο να τις διατηρήσουμε μονάχα 4-5 μέρες γιατί ξέρουμε πως οι φρέσκες ελιές δίνουνε το καλό λάδι.
Η αποθήκη πρέπει να είναι καθαρή και πλακοστρωμένη, ν' απλώνουμε απάνω τις ελιές σε πάχος όχι μεγαλύτερο από 20-30 πόντους. Όταν μας ζορίσει η ανάγκη να κρατήσουμε τις ελιές στην αποθήκη περισσότερο από 4-5 μέρες τις πασπαλίζομε με αλάτι Όμως καλύτερα είναι να τις διατηρήσουμε σε καλαμωτές πού είναι είδος τελάρων και έχουν μάκρος 2 μέτρα, φάρδος 1 μ. και κούφωμα απάνω κάτω 12 πόντους. Ο πάτος της καλαμωτής αυτής είναι καμωμένος με πήχες ή καλάμια καρφωμένα σε τέτοια απόσταση που να μην πέφτουν οι ελιές και σε κάθε γωνιά έχει ως 8 πόντους τάκο για πόδια, Σαν την καλαμωτή αυτή φτιάνομε πολλές, τις γεμίζομε μ' ελιές και πιθώνουμε τη μια απάνω στην άλλη σ' αποθήκη πού ν' αερίζεται καλά από δυο μέρη με παράθυρα. Έτσι οι ελιές δύσκολα ανάβουν γιατί παίρνουν από παντού αέρα. Είναι αλήθεια πως οι καλαμωτές στοιχίζουν μα θα τις έχουμε για πάντα και θα μπορούμε να διατηρούμε τις ελιές περισσότερες ημέρες και σ' αποθήκη σχετικώς μικρή. Ώσπου να έρθει η σειρά ν' αλέσουμε τις ελιές, είτε πολλές έχουμε είτε λίγες μπορούμε να τις διατηρήσουμε καλά με ένα από τούς τρόπους που είπα. Όσοι έχουνε πολλές συμφέρει να φτιάσουν καλαμωτές και όσοι έχουν λίγες ας τις απλώνουν χάμου στην αποθήκη σε φτενό στρώμα απάνω στις πλάκες, πού πρωτύτερα σάρωσαν κι έπλυναν καλά. Οι ελαιοπαραγωγοί που θα θελήσουν να διατηρήσουνε τις ελιές τους όσο το δυνατό λιγότερο καιρό για να κάνουν διαλεχτό λάδι μπορούν να συνεννοηθούνε μεταξύ τους και κατόπι με τα λιοτρίβια για να κανονίσουνε τις δουλειές τους μ' ένα τρόπο που να ξέρει από πρωτύτερα κάθε νοικοκύρης ποια μέρα ορισμένως θα λιοτριβήσει τις ελιές του. Έτσι θα ξέρει καθένας ποτέ θα μαζέψει τις ελιές του για να μην τις κρατεί πολύ καιρό στην αποθήκη. Τέλος, και εκείνοι που διατηρούνε τις ελιές τους σε καλαμωτές και εκείνοι πού τις απλώνουν χάμου στις πλάκες της αποθήκης δε θα ξεχάσουν ποτέ πως πρέπει να δουλεύουνε ξεχωριστά τις γερές και καλές ελιές και ξεχωριστά τις χαμάδες κι αυτές που πέφτουν από το δέντρο μονάχες τους από αρρώστια ή άλλη αφορμή γιατί είναι χαλασμένες και σάπιες και δίνουνε πρόστυχο λάδι.

Πώς να διατηρούμε το λάδι.
Το λάδι είναι πολύ ντελικάτο και εύκολα τσαγγίζει σε υγρή ή ζεστή αποθήκη ή παίρνει αέρα σε πιθάρι ξέσκεπο. Κατάλληλη αποθήκη είναι η δροσερή και στεγνή. Το λάδι από το χειμώνα που θα μπει στην αποθήκη ως την άνοιξη είναι απαραίτητο να μεταγγιστεί 2-3 φορές σε καθαρά πιθάρια για να ξεχωρίσει από τη μούργα που το ταγγίζει. Όταν έχουμε διυλιστήριο δεν το μεταγγίζουμε παρά το διυλίζομαι πρώτα και ύστερα τ' αποθηκεύομαι. Το λάδι που δε θα πουληθεί αμέσως το βάζουμε σε πιθάρια καθαρά κι από μέσα καλά αλειφωμένα γιατί σαν ιδρώνουν το λάδι τσαγγίζει. Αντί πιθαριού μπορούμε να μεταχειριστούμε για τη διατήρηση του λαδιού τενεκεδένια δοχεία ή νταμιτζάνες για τα διαλεχτά. Σε αγάνωτα σιδερένια και γενικά μετάλλινα δοχεία δεν πρέπει ποτέ να βάζουμε λάδι γιατί χαλάνε.
Τα πιθάρια και τα δοχεία πού θα βάλουμε το λάδι πρέπει πρώτα να τα πλύνουμε καλά με κρύο νερό και ποτάσα ή σόδα και να τα ξεπλύνουμε με μπόλικο κρύο νερό 2-3 φορές. Δοχεία πλυμένα με ζεστό έχουνε μυρουδιά λαδίλας. Βαρέλια που είχαν λάδι και θέλομε να τα ξαναγεμίσουμε πρέπει να τα πλύνουμε με καυστική σόδα (σπίρτο του σαπουνιού). Σε 10 οκ. βρασμένο νερό λειώνομε μια οκά καυστική σόδα και μ' αυτό πλένομε το βαρέλι μέσα κι έξω. Ύστερα τη χύνομε και πλένομε το βαρέλι πρώτα με καυτό νερό μια φορά και κατόπι 2-3 φορές με μπόλικο κρύο. Σε ανάγκη αντί καυστική σόδα μεταχειριζόμαστε ποτάσα του μπακάλη μαζί με λίγο ασβέστη άσβεστο. Τους μήνες του καλοκαιριού που κάνει τις πιο δυνατές ζέστες έχουμε και το μεγαλύτερο φόβο να ταγγίσει το λάδι και για να το προφυλάξουμε πρέπει να λάβουμε σχετικά μέτρα στην αποθήκη και στα δοχεία. Η αποθήκη πρέπει να έχει θερμοκρασία 10-12 βαθμούς και λίγο φώς και να είναι ξηρή και πολύ καθαρή. Είναι καλό προφυλαχτικό ν' απολυμαίνουμε τους τοίχους και το πάτωμα της αποθήκης με ασβέστη ή με γαλαζόπετρα ή άλογόπετρα (θειικό χαλκό) πού μποδίζουν από το να πιάσουνε μούχλα οι τοίχοι. Σε 100 οκ. νερό σβήνομαι 2 οκ. ασβέστη και μ' αυτό ασβεστώνουμε όλη την αποθήκη.
Ή λειώνομε (σε 100 οκ. νερό) 2 οκ. γαλαζόπετρα και ραντίζουμε τους τοίχους και το πάτωμα.

Για προφυλαχτικό στο τσάγγισμα συμβουλύουν να ρίχνουμε σε κάθε 100 οκ. λάδι 100 δράμια ψιλή και καθαρή ζάχαρη, λειωμένη σε 60-70 δράμια κρύο λάδι.
Η ζάχαρη χωρίς να βλάψει σε τίποτα τη γεύση του λαδιού εμποδίζει για πολύν καιρό το τσαγγισμα του.

Οξύτητα τον λαδιού.
Στο εμπόριο ζητούνται λάδια με μικρή οξύτητα του και γι' αυτό όσο περισσότερη έχει τόσο είναι και πιο φτηνό. Τα διαλεχτά λάδια πού έγιναν από φρέσκες ελιές έχουν 1- 17s βαθμό οξύτητα και όσα είναι βγαλμένα από σταφιδιασμένες και σάπιες χωρίς περιποίηση και καθαριότητα έχουνε μεγάλη οξύτητα κι είναι κατώτατα, πρόστυχα. Στην οξύτητα του λαδιού πρέπει οι ελαιοπαραγωγοί να δώσουν προσοχή γιατί το εμπόριο σύμφωνα μ' αυτή κανονίζει την τιμή. Μεγάλη οξύτητα έχουνε τα λάδια πού βγαίνουνε από σαπισμένες ελιές ή κι από γερές όταν δουλευτούν χωρίς καθαριότητα. Είναι γενικός κανόνας πώς δε μπορεί να κάνει ποτέ καλό λάδι λιοτρίβι πού λείπει από μέσα ή σόδα ή ποτάσα πού είναι για την καθαριότητα απαραίτητα.
Οι περισσότεροι ελαιοπαραγωγοί μπορούν να βρίσκουνε την οξύτητα μόνοι τους με ένα απλούστατο και πολύ φτηνό όργανο πού λέγεται ελαιοξύμετρο και πωλείται στα καταστήματα οργάνων χημείας και μικροβιολογίας.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Χυλοπίτες - Λαζάνια (ζύμη και κατασκευή)

 Πηγή:
Τούτο το άρθρο είναι αφιερωμένο στις  γυναίκες  της υπαίθρου, που ασχολούνται  ακόμη  φτιάχνοντας αγνές παραδοσιακές τροφές για όλο τον χρόνο, είναι αφιερωμένο, σε αυτούς πού  θέλουν να τρέφοντα αγνά, και όχι με μηχανοποιημένα τρόφιμα, είναι αφιερωμένο στις κοπελιές και τους φίλους όλους του GreekMasa.gr, που δεν ξέρουν πως να το φτιάξουν μόνοι τους (γιατί εδώ που τα λέμε άλλη χάρη έχει να το κάνεις μόνος(η) σου....!) και πάνω από όλα είναι αφιερωμένο στις  γιαγιούλες  από την Λαμία, Τρίκαλα και  από την  Τρίπολη, που ρώταγα το καλοκαίρι στην θάλασσα, στην Παραλια τοων Αγίων Αποστόλων-Καλάμου,  και  που με  συμβούλευσαν, πως να μάθω να  φτιάχνω, τις  βασικές συνταγές ζυμώματος, και όλη την διαδικασία παρασκευής τους... Νάναι καλά  όπου βρίσκονται στον Ουρανό ή στην Γή. Τις ευχαριστώ από την καρδιά μου
Σημέιωση: Τις φτιάχνουμε τον Ιούνιο,  Ιούλιο, και  Αύγουστο  πού το γάλα είναι ιδιαίτερα παχύ , ιδίως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.Απαραίτητη προϋπόθεση,  να μην  είναι συννεφιασμένος ο καιρός!
1η Συνταγή: Χυλοπίτες

Υλικά 

  • 1 κιλό γάλα  πρόβειο  ή κατσικίσιο ή αγελαδινό  φρέσκο και παχύ.
  • 6-8  φρέσκα αυγά   για λιγότερη χοληστερίνη !! {Στα χωριά βάζουν 20-30 } !!!  
  • 1 ½  κουταλιά  του γλυκού  αλάτι,  
  • ½ κουταλάκι του γλυκού σόδα.
  • 1 ½   κιλό αλεύρι  σιμιγδαλένιο  {σταρένιο } ,
  • 2 κιλά αλεύρι φαρίνα ,  για  φύλλο
Εργαλεία
  • 1 μεγάλη  πήλινη λεκάνη  για ζύμωμα,
  • 1 πλάστη ξύλινο  λεπτό και ψιλό ,
  • 1 τραπέζι καθαρό, 
  • 2 κρεβάτια με σεντόνια καθαρά  στρωμένα στην δροσιά,
  • 2 τούλια  μεγάλα σαν σεντόνια, 
  • 1 μαχαίρι κοφτερό και 
  • 1 κατσαρόλα  για να βράσουμε το γάλα. 
  • 1 μεγάλη βαμβακερή  μαξιλαροθήκη

Εκτέλεση

Βράζω το γάλα., πού έχω  διαλύσει μέσα  το αλάτι. Το αφήνω  να φουσκώσει, και το ανακατεύω να ξανά φουσκώσει,  αλλά όχι να χυθεί. Ρίχνω και την σόδα,  και ανακατεύω να διαλυθεί , για να μην κόψει το γάλα, διότι  είναι αγνό και παχύ. Όταν κρυώσει, σε μια μεγάλη  λεκάνη {πήλινη}, ρίχνω το γάλα και τα αυγά και τα ανακατεύω ,  και σιγά – σιγά,  ρίχνω  το αλεύρι,  μέχρι να το απορροφήσει  όλο και να γίνει ένα σφιχτό ζυμάρι,   που το ζυμώνω με τις γροθιές μας, και  το πλάθω σε  μπάλες στρογγυλές σαν μεγάλα μπολ, και τα αφήνω για μια ώρα , αλευρωμένα και σκεπασμένα,  σε μια δροσερή γωνιά,   για να  γίνει το ζυμάρι έτοιμο για πλάσιμο,  {πράγμα   πού σημαίνει,  ότι, σ΄ αυτό το διάστημα, σχηματίζεται μια ουσία, πού λέγεται γλουτένη , αυτό  είναι ένα είδος ενζύμου,  και αυτή η  ουσία είναι πού διευκολύνει,  στο  εύκολο άνοιγμα των  φύλλων!! 
Όταν λοιπόν είναι ώρα για   άνοιγμα των φύλλων, παίρνω τον πλάστη τον  λεπτό και ψιλό, και αλευρώνω καλά το τραπέζι μας, και το ζυμάρι  πάνω και κάτω, και πιέζω απαλά την μπάλα  της ζύμης ,πρώτα με τα δάκτυλα και κατόπιν με τον πλάστη, να γίνει μια ομοιόμορφη πίτα χοντρή. 
Ξανά  αλευρώνω,  για να μην κολλάει το ζυμάρι, και  τυλίγω,  πότε πλάγια , πότε ανάποδα,  σε ρολό την ζύμη γύρω από τον πλάστη και την χαϊδεύω απαλά  από την μέση του πλάστη προς τα  άκρα του πλάστη πάρα πολλές φορές , κινώντας τον πλάστη  ταυτόχρονα με κίνηση εμπρός- πίσω  με  τυλιγμένο σαν  ρολό  το φύλλο  γύρω του, τυλίγοντας  και ξετυλίγοντας πάλι το φύλλο πού σχηματίζεται,  και όταν βλέπω πως κολλάει, το αλευρώνω επάνω και κάτω, μέχρι να σχηματισθεί ένα φύλλο, μεγάλο και στρογγυλό,  χωρίς τρύπες. 
Κάθε φύλλο πού φτιάχνω το απλώνω  σε ένα κρεβάτι στην δροσιά επάνω σε καθαρό σεντόνι και από επάνω  απλώνω ένα τούλι μεγάλο για να μην πλησιάζουν οι μύγες και το μολύνουν. Κάθε 5΄-10΄  της ώρας ελέγχω  εάν στέγνωσε και έγινε  σαν μισόστεγνο λεπτό χαρτί, τότε είναι καιρός να το τυλίγω  γύρω από τον πλάστη και να το κόψουμε κατά μήκος του πλάστη με μια βαθιά  κοψιά .  Σχηματίζονται αρκετές  φαρδιές λωρίδες σαν αυτές πού  τυλίγω τα τυροπιτάκια. Τότε  ακουμπάω απαλά και  κατά πλάτος την παλάμη  του χεριού μου  κάθετα {σταυροειδώς} με τις λωρίδες, και αρχίζω να κόβω  λεπτές λωρίδες σαν  λαζάνια. Αν  θέλω τα αφήνω έτσι ,  αν θέλω να γίνουν χυλοπίτες τότε τις  ξανακόβω  μικρότερα τετραγωνάκια  όσο ψιλά θέλω  πάντα με την παλάμη  απαλά  επάνω στις λωρίδες του ζυμαριού {φύλλου}. 
Απλώνω πάλι τις κομμένες  χυλοπίτες τώρα  στο κρεβάτι αραιά  και με τούλι επάνω  για να  στεγνώσουν στην δροσιά για 5 τουλάχιστον 24ωρα , ανακατεύοντας ελαφρά από καιρού εις καιρόν. Τις φυλάω κατόπιν σε βαμβακερή  μαξιλαροθήκη  για να μην μουχλιάζουν και να αναπνέουν και να μην  σκουληκιάζουν  και κάνουν μαμούνια. Τις φυλάμε σε μέρος δροσερό , αν είναι δυνατόν στον αέρα.  Μπορούμε ,  μετά από 1 μήνα  να  τις αποθηκεύσω  μέσα σε  ένα τάπερ  όπως είναι με την  μαξιλαροθήκη, ή να τις βάλω  μέσα σε ένα  χαρτοκούτι ή τσίγκινο  κουτί στρωμένο πάνω  κάτω και  γύρω- γύρω  με λαδόκολα.  Το καλοκαίρι όσες περίσσεψαν από τον χειμώνα  τις φυλάμε σε  πολύ καλή συσκευασία   μέσα στο ψυγείο.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη

Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῶ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίη ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναίκα του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξορκισμένος ἀπὸ τὴν κυρὰ-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖος του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ "κατώτερα στρώματα", πὼς νὰ μουντζώνη, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κι ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἳ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἳ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον, διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ' ἔβλεπες, πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ ἐξέρχωνται ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμένοι γυναῖκες, φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.
Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γριὰ - Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἤτις δὲν εἶχε προλήψεις κ’ ἔπινε φανερὰ τὸ ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρὰ-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἤτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κεριά, καὶ ὄσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὄλας τὰς ἔπινε, μετ' εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.
Ἤρχετο κ’ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁπού ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον, κ’ ἐξωνομάτιζε τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιώ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους, διὰ νὰ ἐξασφαλίςῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη ὅτι τὸ ἀσημικὸν ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσα ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες – τάς ὁποίας, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλ’ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁπού ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώῃη, κι ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν τὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατίναν.
Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ’ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα καὶ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁπού ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήση εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ... καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς, ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον... Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ’ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα... 

                          
Τ' ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;
Εἰσῆλθε, ριγῶν, ὁ μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁπού τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπεν:
-Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε σὺ τὸ ρούμι, εἶπεν.
Πῶς νὰ ἔχει πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ κ’ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κ’ ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλλίτερον ἀπ' ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὤριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι’ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποὶος λέγει, ὅτι αἳ ἐορταὶ εἶναι πάρα πολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἳ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.
Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ' ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε, νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του, δέκα φοράς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ καὶ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα, ἰδὼν τὸν Παῦλον:
-Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.
Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος, διὰ νὰ λύσῃ τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας, μεταξύ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον του Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.
-Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν: οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ' Ἁι-Νικολάου δουλέψαμε, τ' Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχονται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ, πὼς θὰ δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα.
Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
-Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουνε διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
-Εἶναι καὶ ἡ τεμπελιὰ εἰς τὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμήν καθ' ἢν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν' ἀκούση.
-Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα καὶ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια καὶ ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴ μοδίστρα. Καὶ μ' ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρὰ-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.
-Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε...
                         

-Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξύ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε, <διά> νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράςῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι! Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλεψῃ, νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἐορτάς. "Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαρειά. Κοπίασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα!"
Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁπού ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὄρον νὰ εἶναι "βρεμένο τὸ παξιμάδι". Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλής εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἑξαπλώνωνται. Εἶἴτα ἔβαλλε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ’ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ’ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτον σωστὸς τεμπέλης κ’ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιον τί εἰς τὰς Ἀθήνας!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας, καὶ τὴν ἄλλην ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλο δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευθῇ;
Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναίκα του.
Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἕν παιδίον τῆς ἀγορᾶς, μὲ μίαν κοφίναν ἐπ' ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κ’ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτόν:
-Ξέρεις, πατριώτη, τοῦ λόγου σου, ποῦ εἶναι ἐδῶ χάμω τὸ σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;
-Τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπε...
Ἀστραπή, ὡς ἰδέα, ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.
-Μοῦ’ πε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸ ἐξέχασα… τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ' αὐτὸ τὸ δρόμο... τὸν εἶχα μουστερὴ ἀπὸ πρῶτα... μπροστύτερα καθότανε παρὰ πέρα, στὸ Γεράνι.
-- Τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! αὐτοσχεδίασε ὁ μαστρο-Παῦλος νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρὰ-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο... αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του... πῶς νὰ πῶ; εἶναι ἡ γενιά του... τὴν ἔχει λῦσε-δέσε, σ' ὅλα τὰ πάντα... οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του... εἶναι κουνιάδα του... μαθὲς, θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του... ἐφώναξε τὴν καὶ δῶσε της τὰ ψώνια.
Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε:
-Κυρὰ-Παύλαινα, κόπιασ' ἐδῶ νὰ πάρης τὰ ψώνια πού σου στέλλει ὁ κύριος... ὁ ἀφέντης σου.
Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ἠσθάνετο εἰς τὴν ρῖνά του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴ γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἐν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὅπου ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτόν μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, κ’ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.
Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε μὲ τόλμην ἀπὸ τὰς πολλάς σπονδάς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου, κ’ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.
-Καλησπέρα, κυρὰ-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ'ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;
Οὐκ ἦν φωνή, οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἳ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρὰ-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἠσύχασεν.
Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁπού ἑκατοικοῦσαν εἰς τ' ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἳ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένο μανδράκι τους, αἳ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὸ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁπού ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.
Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρὰ-Στρατίνα, νά’ χουμε καὶ καλὸ ρώτημα... Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχης, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κ’ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι... Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦλθε μεσάνυκτα κι ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κι ἡ φαμίλια σου, ἐπειδής τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά... κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμαρα, καὶ δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ... Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου.. καλὸ κελεπούρι ἤτανε κι αὐτό, μαθές... καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβον μὴ ξαναέλθῃ ἐκεῖνος ποὔ’ χε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία... ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κ’ ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐμένα, τ' ἄκουσες;
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλὰ:
-Τώρα... εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
-Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ’ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίωνε. Κοίταξε, μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενά, κεῖνος ὁ σκιάς ὁ κουνιάδος σου, πάλε...
-Εἶναι μέσα;
-Ἤ μέσα εἶναι, ἢ ὅπου εἶναι ἔφθασε... νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη, τῷ ὄντι, μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἤτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε, καλὸς ἦταν ὁ γάλος;
Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτον ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.
-Καὶ νὰ μὴν πάρω κ’ ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὡς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα. Ἄφ’ σε τὰ αὐτά. Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε-ἔγινε, νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρης ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ' ἀκοῦς;
-Τ' ἀκούω.
-Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρά, κ’ ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μία γαλοπούλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδιοῦ εἶπε:
-Τὴν ὑγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νὰ πάλε κι ἐσὺ πέντε, κι ἄλλα πέντε, δέκα.
Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάξῃ αὐτά.
-Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν ἡ Στρατίνα τὸ καλὸ πού σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν…
-Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν... δρόμο καὶ δουλειά. 



Πρωτοδημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα Χριστουγεννιάτικη Ἀκρόπολις τό 1896

άπό 
You might also like:

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ




Έθιμα και θρησκευτικές τελετές του Τριημέρου των Φώτων (Θεοφανείων)


Το τριήμερο της παραμονής των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου), της ημέρας των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου) και της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (7 Ιανουαρίου) ονομάζεται «τριήμερο των Φώτων». Κατά την διάρκεια του τριημέρου λαμβάνουν χώρα στην Εκκλησία μας διάφορες τελετές οι οποίες, σε συνδυασμό με τα έθιμα του λαού μας, δημιουργούν ένα εορταστικό κλίμα.
Παραμονή των Φώτων (5 Ιανουαρίου)Το τριήμερο ξεκινά με τον εκκλησιασμό των χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων. Στους Ιερούς ναούς ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και κατόπιν λαμβάνει χώρα ο «Μεγάλος Αγιασμός» που την ημέρα αυτή τελείται μέσα στο ναό. Οι πιστοί αφού πάρουν αγιασμό και λάβουν το αντίδωρο θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Εκεί οι νοικοκυρές θα ετοιμάσουν το νηστίσιμο φαγητό για το μεσημέρι ενώ τα παιδιά θα ξεχυθούν στα σπίτια, γνωστά και μη, για να ψάλουν τα κάλαντα των Θεοφανείων. Οι γειτονιές θα γεμίσουν από γλυκές φωνούλες που ψάλλουν:
«Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός,η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.Όργανο βαστάει, κερί κρατεί,και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό,να μαζέψω ρόδα και λίβανο.»
Τα χριστιανικά σπίτια όμως δεν θα επισκεφθούν μόνο τα παιδιά. Είναι η μέρα που ο Ιερέας με τον βοηθό του θα γυρίσει όλα τα σπίτια και καταστήματα της ενορίας για να τα αγιάσει και να τα ευλογήσει. Ο αγιασμός βρίσκεται μέσα στο «σικλί», ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του Ιερέα. Σε αυτό βρέχει ο Ιερέας την «αγιαστούρα» του και ραντίζει όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος. Είναι η στιγμή που η παράδοση μας θέλει τους καλικάτζαρους να τρέχουν φοβισμένοι και να επιστρέφουν στα έγκατα της γης…
 

«Φεύγετε να φεύγουμε,έφτασε ο τουρλόπαπας,με την αγιαστούρα του.Ο παπάς με αγιασμό,οι χωριανοί με το "θερμό".»
…λένε οι καλικάτζαροι και χώνονται στις τρύπες από τις οποίες είχαν βγει δώδεκα ημέρες πριν. Μόλις τελειώσει ο Ιερέας τον αγιασμό του σπιτιού, ο νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στον βοηθό του. Παλιά συνηθίζονταν τα χρήματα αυτά να ήταν μεταλλικά κέρματα τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο «σικλί», ώστε να αγιασθούν ακόμα και τα λεφτά, όπως έλεγαν. Αφού αγιασθούν οι χώροι του σπιτιού έρχεται η ώρα να μαζευτεί η στάχτη από την φωτιά που έκαιγε στο τζάκι το «Δωδεκαήμερο», η φωτιά δηλαδή που ξεκίνησε με το «Χριστόξυλο». Η στάχτη αυτή θα σκορπιστεί γύρω από το σπίτι, στους στάβλους, ακόμα και στα χωράφια αφού όπως πιστεύεται διώχνει το κακό.Τα έθιμα της ημέρας τελειώνουν αργά το βράδυ όπου πιστεύεται ότι ανοίγουν οι ουρανοί τα μεσάνυχτα. Την ώρα εκείνη, λέει η παράδοση, όποιος ευχηθεί κάτι με όλη του την καρδιά, αυτό θα πραγματοποιηθεί. Αφού κάναμε και την ευχή μας (δεν σας λέω τι ευχήθηκα εγώ – πάει γρουσουζιά δεν λένε;) ήρθε η ώρα να πέσουμε για ύπνο γιατί αύριο πρωί πρωί θα πάμε στην εκκλησία. Ξημερώνουν τα Άγια Θεοφάνεια…
Ανήμερα των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου) Η γιορτινή αυτή ημέρα ξεκινά με τον εκκλησιασμό των πιστών. Στους ναούς ψάλλετε, όπως και την προηγουμένη, η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών». Στην συνέχεια ο Ιερέας και οι πιστοί θα βγουν από τον ναό και θα κατευθυνθούν στο σημείο όπου θα γίνει η «κατάδυση του Σταυρού». Το σημείο αυτό είναι κάποιο λιμάνι, ποτάμι, πηγάδι, δεξαμενή ή απλά μια εξέδρα στο προαύλιο της εκκλησίας πάνω στην οποία, σε ειδικό σκεύος, θα γίνει η τελετή. Οι καμπάνες σημαίνουν χαρμόσυνα και ο Ιερέας ρίχνοντας τον σταυρό στο νερό ψάλει:
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε,η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησιςτου γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει σοι,αγαπητόν σε Υιόν ονομάζουσακαι το Πνεύμα εν είδει περιστεράςεβεβαίου του λόγου το ασφαλές.Ο επιφανείς, Χριστέ ο Θεός,και τον κόσμον φωτίσας, δόξα σοι.»
Λευκά περιστέρια ελευθερώνονται και πετούν στον ουρανό ενώ, όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα, πέφτουν στα νερά οι «βουτηχτάδες» για να πιάσουν τον σταυρό. Το έθιμο αυτό ονομάζεται «πιάσιμο του σταυρού», και όποιος βρει τον σταυρό πρώτος θεωρείται ότι είναι τυχερός και ευλογημένος. Τα παλιότερα χρόνια, αυτός που έβρισκε τον σταυρό, τον γυρνούσε στα σπίτια της ενορίας μαζεύοντας χρήματα που είτε κρατούσε ο ίδιος είτε έδινε στους φτωχούς. Αναμφίβολα οι πιο λαμπρές τελετές «κατάδυσης του Σταυρού» είναι αυτές που λαμβάνουν χώρα στα λιμάνια. Ιδιαιτέρως λαμπρή είναι αυτή στο λιμάνι του Πειραιά όπου παρίστανται η θρησκευτική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της πατρίδας μας. Μπροστά από τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, στον Πειραιά, ρίχνεται ο σταυρός στην θάλασσα ενώ οι «κόρνες» από στρατιωτικά πλοία «χαιρετίζουν» τον Αγιασμό των υδάτων.


 Η γιορτινή ατμόσφαιρα της ημέρας επιβάλει και ένα ανάλογο φαγητό στο μεσημεριανό τραπέζι. Συνηθίζεται αυτό το φαγητό να είναι χοιρινό ενώ σε μερικές περιοχές το φαγητό συνοδεύει ένα ειδικό ψωμί που ονομάζεται «φωτίτσα».Τα έθιμα όμως της ημέρας δεν σταματούν εκεί. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, οι χριστιανοί παίρνουν τις εικόνες που έχουν στα σπίτια τους και τις πλένουν σε ποτάμια. Το όμορφο αυτό έθιμο ονομάζεται «πλύσιμο των εικόνων». Επίσης ανήμερα των Θεοφανείων, το απόγευμα, σε πολλά χωριά οι κτηνοτρόφοι και οι γεωργοί, ραντίζουν με αγιασμό τους στάβλους και τα χωράφια τους αντίστοιχα. Έτσι τελειώνει και η δεύτερη ημέρα του «τριημέρου των Φώτων».
Ανήμερα του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (7 Ιανουαρίου)Η τελευταία ημέρα του «τριημέρου των Φώτων» είναι μια, η πιο λαμπρή, από τις έξη ημέρες του έτους που έχει αφιερώσει η Εκκλησία μας στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Η ημέρα ξεκινά για τους χριστιανούς με τον εκκλησιασμό. Στους ναούς, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ακούγεται το απολυτίκιο του Αγίου:
«Μνήμη δικαιου μετ' έγκωμίων σοι δε αρκέσει ή μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε, ανεδείχθης γαρ όντως και Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι, κατηξιώθης τον κηρυττόμενον, Οθεν της αληθείας ύπεραθλήσας, χαίρων εύηγγελίοω, και τοις εν Άδει, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την άμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.»
Το πιο διαδεδομένο έθιμο της ημέρας έχει να κάνει με το «βρέξιμο» των νιόπαντρων ζευγαριών. Αυτό το έθιμο θέλει να οδηγούνται τα νιόπαντρα ζευγάρια στην παραλία με συνοδεία μουσικής. Εκεί σπρώχνονται από τους παριστάμενους στην θάλασσα οι οποίοι τους εύχονται να ζήσουν και να αποκτήσουν παιδιά.
Έτσι γιορτάζεται το «τριήμερο των Φώτων» στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν Έλληνες που κρατούν τις Ελληνικές παραδόσεις. Παραδόσεις που πρέπει όλοι να συμβάλουμε στην συνέχιση τους, τόσο γιατί οφείλουμε να διατηρήσουμε την ταυτότητα μας όσο και γιατί με αυτές οι γιορτινές μέρες ομορφαίνουν και γίνονται μοναδικές.


Ο πρώτος αγιασμός των Θεοφανίων, «η πρωτάγιαση ή φώτιση», γίνεται την παραμονή της γιορτής στην εκκλησία. Ύστερα ο παπάς παίρνει ένα ένα τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι και ραντίζει μ' ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού.
Παλιό έθιμο της Κρήτης, σήμερα ξεχασμένο σχεδόν παντού, ήταν η παρασκευή των Φωτοκόλλυβων την παραμονή των Φώτων. Από τα Φωτοκόλλυβα (βρασμένο σιτάρι με όσπρια) έτρωγαν οι νοικοκύρηδες αλλά έδιναν και στα ζώα τους για καλή υγεία και καλή τύχη στο σπιτικό τους.
Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνια στις 5 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη.
Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων.
Πηδούν κάποιοι τολμηροί στα παγωμένα νερά και συναγωνίζονται ποιος θα τον πρωτοπιάσει. Αυτός που θα τον ανεβάσει στην επιφάνεια θεωρείται ότι θα έχει καλή τύχη κι υγεία για όλο το χρόνο.
 Λατρευτικές παραδόσεις Θεοφανίων
 - Φυγή καλικάντζαρων
Τα Θεοφάνια (ή Θεοφάνεια) είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή(¹). Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων). Το όνομα προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανίων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα (ή Εορτή των Φώτων).Σε αυτή την εορτή γιορτάζουν τα ονόματα Φωτεινή και Ουρανία.
Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων (ελληνικών) εθίμων. Στην αντίληψη του Ελληνικού λαού τα Θεοφάνια είναι «Μεγάλη γιορτή Θεότρομη». Για μερικές μάλιστα περιφέρειες της Μακεδονίας (Δυτικής) αποτελούν τη μεγαλύτερη γιορτή του έτους και κάθε καινούργιο ρούχο το «πρωτοφορούν στα Φώτα για να φωτιστεί».

Αλλά και κατά τη δογματική η Βάπτιση του Χριστού συμβολίζει τη παλιγγενεσία του ανθρώπου έχοντας έτσι μεγάλη σημασία, γι΄ αυτό και μέχρι το Δ΄ αιώνα οι χριστιανοί γιόρταζαν Πρωτοχρονιά στη Βάπτιση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου.

Βασική τελετουργία των Θεοφανίων είναι ο «αγιασμός των υδάτων» με τη κατάδυση του Σταυρού κατά μίμηση της Βάπτισης του Θεανθρώπου. Στην ελληνική εθιμολογία όμως, ο εν λόγω Αγιασμός έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία δε αυτή έννοια δεν είναι ασφαλώς αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει ρίζες στην αρχαία λατρεία. Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά (στις μέρες αυτές) τη παραμονή των Θεοφανίων που λέγεται «μικρός αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». 
Με τη πρωτάγιαση ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών. Η πρωτάγιαση είναι και το αποτελεσματικό μέσο με το οποίο τρέπονται σε άγρια φυγή οι καλικάντζαροι εκτός από το άναμμα μιας μεγάλης υπαίθριας φωτιάς.
Ο Μεγάλος όμως Αγιασμός γίνεται ανήμερα των Θεοφανίων εντός των Εκκλησιών σε ειδική εξέδρα στολισμένη επί της οποίας φέρεται μέγα σκεύος γεμάτου ύδατος. Στη συνέχεια γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στη Θάλασσα ή σε γειτονικό ποταμό ή λίμνη ή και στην ανάγκη σε δεξαμενή (όπως στην Αθήνα). 
Η κατάδυση του Σταυρού, κατά τη λαϊκή πίστη δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές ικανότητες. Οι κάτοικοι πολλών περιοχών μετά τη κατάδυση τρέχουν στις παραλίες της θάλασσας ή στις όχθες ποταμών ή λιμνών και πλένουν τα αγροτικά τους εργαλεία ακόμη και εικονίσματα. Κατά τη κοινή λαϊκή δοξασία ακόμη και τα εικονίσματα με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική δύναμη και αξία τους που την αποκτούν όμως εκ νέου από το αγιασμένο νερό.

Αυτή ακριβώς η διαδικασία δεν αποτελεί παρά μόνο ακριβώς πιστή επιβίωση των αρχαίων δοξασιών. Οι αρχαίοι π.χ. Αθηναίοι είχαν τη τελετή (διαδικασία) των γνωστών «Πλυντηρίων» όπως την αποκαλούσαν κατά την οποία μετέφεραν «εν πομπή» στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς. Εκεί το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν από ρίπους και να ανανεωθούν οι ιερές δυνάμεις του αγάλματος.

Σήμερα οι γυναίκες πολλών περιοχών επαναλαμβάνουν αυτό το αρχαίο έθιμο το πλύσιμο των εικόνων συνδυαζόμενο όμως και με άλλες πράξεις της μεσαιωνικής και αρχαίας μαγείας. Όπως στη Πλάκα της Μυτιλήνης που την ώρα που βουτούν οι βουτηχτάδες να πιάσουν τον Σταυρό οι γυναίκες την ίδια στιγμή «παίρνουν με μια κρατούνα (= νεροκολοκύθα) νερό από 40 κύματα κι έπειτα με βαμβάκι που βουτούν σ΄ αυτό καθαρίζουν τα εικονίσματα χωρίς να μιλούν σε όλη αυτή τη διαδικασία («άλαλο νερό») και στη συνέχεια το νερό το ρίχνουν σε μέρος που δεν πατιέται (σε χωνευτήρι της εκκλησίας)».
Απολυτίκιο Θεοφανίων
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι»

 http://el.wikipedia.org/



  Μάζεμα-διατήρηση ελιών και λαδιού Πότε να μαζεύουμε τις ελιές. Για την καλή ποιότητα του λαδιού έχει μεγάλη σημασία ή εποχή πού θα μαζέψου...