Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

ΓΙΑ ΤΟ ΖΥΜΩΜΑ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ
Πηγη:https://laikiparadosi.blogspot.com/

Οποιαδήποτε περιγραφή κι αν γίνει πάνω στη διαδικασία του ζυμώματος του ψωμιού, δεν μπορεί να βοηθήσει κάποιον - α που θέλει να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα, όσο η πρακτική εφαρμογή, η επιτυχία ή η αποτυχία της κάθε φοράς που ξεκινάει να κάνει κανείς ψωμί.
Κατά τη διάρκεια του ζυμώματος, απελευθερώνεται από το αλεύρι η γλουτένη, η ουσία που δίνει την ελαστικότητα στη ζύμη. Για να έχει επιτυχία το ζύμωμα, πρέπει να είναι αργό και με σταθερό ρυθμό, ώστε η γλουτένη να λειτουργήσει με τρόπο που θα δώσει στο ψωμί τη σπογγώδη μορφή του, κάτι που είναι αρκετά σημαντικό για να είναι εύκολη η πέψη του ψωμιού. Η ζύμη χρειάζεται να τραβιέται, να απλώνεται και να αναποδογυρίζει πολλές φορές ώστε να γίνει σωστή οξυγόνωση. Αν το ψωμί είναι ζυμωμένο όσο πρέπει, τρίβοντας την επιφάνειά του με βρεγμένο δάχτυλο, βλέπεις κάποια άσπρα κομματάκια, που είναι η γλουτένη.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟΖΥΜΙΟΥ

Ανακατεύουμε σε ένα σκεύος 200 γρ. αλεύρι (φρεσκοαλεσμένο αν είναι δυνατόν) με λίγο φρέσκο, χλιαρό, νερό (αν είναι δυνατό χωρίς χλώριο, γιατί το χλώριο μπορεί να αλλοιώσει τη διαδικασία) στο οποίο έχουμε διαλύσει μια κουταλιά μέλι και προσθέτουμε ένα κουταλάκι λάδι και ένα αλάτι. Ζυμώνουμε το μίγμα μέχρι να γίνει ένας σχετικά σφιχτός χυλός. Σκεπάζουμε το σκεύος (αν είναι δυνατόν να κλείσει αεροστεγώς) και το αφήνουμε σκεπασμένο με κουβέρτες, σε όσο το δυνατόν πιο σταθερή θερμοκρασία. Μετά από 48 ώρες, πρέπει να αρχίσουν να σχηματίζονται κάποιες φουσκάλες στην επιφάνεια. 
Προσθέτουμε λίγο χλιαρό νερό (σε κάθε στάδιο ισχύει ότι αναφέρθηκε για το χλώριο) και τόσο αλεύρι ώστε να δημιουργηθεί μια ζύμη σαν την προηγούμενη. Σκεπάζουμε το σκεύος και το αφήνουμε για άλλες 48 ώρες σε σταθερή, όσο γίνεται, θερμοκρασία. Η σταθερή θερμοκρασία (γύρω στους 20ο C) είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να πετύχει το προζύμι. Αν όλα έχουν πάει καλά, το προζύμι είναι πλέον έτοιμο. Η επιφάνειά του θα είναι γεμάτη μικρές φουσκάλες και θα έχει ξυνίσει. Είμαστε έτοιμοι για το πρώτο ψωμί!

...ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ ΣΤΟ ΨΩΜΙ

Βάζουμε δύο κιλά αλεύρι στο σκεύος που θα ζυμώσουμε, ρίχνουμε δύο κουταλιές αλάτι και κάνουμε μια λακούβα στο κέντρο, όπου ρίχνουμε το προζύμι. Ρίχνουμε τέσσερις κούπες χλιαρό νερό και δουλεύουμε τη ζύμη ώσπου να γίνει μία ομοιογενές μάζα που δεν κολλάει στα χέρια. Αφήνουμε το ζυμάρι να κάτσει για περίπου δύο ώρες σκεπασμένο με κουβέρτες, ώστε να φουσκώσει. Στη συνέχεια, χωρίζουμε το ζυμάρι σε καρβέλια, τα πλάθουμε και τα αφήνουμε άλλες δύο ώρες σε ζεστό περιβάλλον για να φουσκώσουν.
Δε ξεχνάμε σε αυτό το στάδιο να κρατήσουμε μια γροθιά ζυμάρι (ή περίπου 200 γρ.), το οποίο θα είναι το προζύμι για την επόμενη φορά. Το κομμάτι που κρατήσαμε το διατηρούμε σε ένα δοχείο που κλείνει αεροστεγώς και το βάζουμε στο ψυγείο.
Αφού προθερμάνουμε το φούρνο στους 240ο C, βάζουμε τα καρβέλια στο φούρνο, αφού τα χαρακώσουμε, για περίπου 20 λεπτά. Στη συνέχεια, και χωρίς να ανοίξουμε καθόλου κατά τη διάρκεια του ψησίματος το φούρνο, χαμηλώνουμε τη θερμοκρασία σους 200ο C και ψήνουμε για ακόμη 25 λεπτά περίπου. Το ψωμί μάλλον είναι έτοιμο. Αν όταν το χτυπάμε από κάτω ακούγεται ένας ξερός ήχος, σαν να χτυπάμε ξύλο, το ψωμί έχει ψηθεί καλά.

Αν ακουστεί ένα υπόκωφος, σιγανός ήχος, τότε πρέπει να συνεχίσουμε το ψήσιμο.
Για να ενεργοποιήσουμε το προζύμι που κρατήσαμε τη τελευταία φορά που κάναμε ψωμί, το βγάζουμε από το ψυγείο και το ζυμώνουμε με λίγο χλιαρό νερό, να γίνει ένας πηχτός χυλός. Το αφήνουμε 12 ώρες σε σχετικά σταθερή θερμοκρασία (20οC) και κατόπιν μπορούμε να κάνουμε το ψωμί.
 Το ψωμί χρειάζεται τον χρόνο του.
Ας σεβαστούμε την ανάγκη του αυτή και ας μη το καταπιέσουμε! 
Αν θέλουμε την επάνω επιφάνεια του ψωμιού τραγανιστή,
πριν το φουρνίσουμε το αλείφουμε με γάλα ή χτυπημένα αυγά και, αν θέλουμε, το πασπαλίζουμε με σουσάμι.
Το ψωμί χρειάζεται αληθινή αφοσίωση.
Αν όταν κάνεις το ψωμί έχεις άσχημη διάθεση,
δύο πράγματα μπορούν να συμβούν. Είτε θα απορροφηθείς τόσο
που θα ξεχάσεις γιατί στεναχωριέσαι, είτε το μυαλό σου θα είναι συνέχεια αλλού και το ψωμί δεν θα τρώγεται...

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ιούνιος στο αγρόκτημα 

Σπέρνουμε: Καλαμπόκια, φασόλια, κολοκύθια. 
Μεταφυτεύουμε: Ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, αγγούρια, κολοκύθια. 
Συγκομιδή: 
Δημητριακά:
 σιτάρι, κριθάρι, βρώμη 
Λαχανικά: Κολοκύθια, αγγούρια, πιπεριές, κρεμμύδια, σκόρδα, φράουλες, καρότα, παντζάρια, σπανάκι, σέσκλα, βλίτα, αντράκλα, μάραθο, σέλινο, μαϊντανό, κόλιανδρο.







Φρούτα:
 Βερίκοκα, ροδάκινα, αχλάδια, κεράσια, βύσσινα, κορόμηλα.
 
Δεντροκομικές εργασίες το μήνα Ιούνιο 
Οι δενδροκομικές εργασίες αρχίζουν να περιορίζονται. Στους οπωροκήπους εκτελείται ελαφρό σκάλισμα για να διατηρείται το χώμα αφράτο και απαλλαγμένο από τα άγρια χόρτα. Τα ποτιστικά οπωροφόρα ποτίζονται 3-4 φορές, ιδίως στα πρώιμα είδη και ποικιλίες, όπως οι ροδακινιές, βερικοκιές, κερασιές κ.λ.π.
Επίσης εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα αναγκαία βλαστολογήματα, κορφολογήματα, οι αραιώσεις των καρπών και φύλλων καθώς και οι προσδέσεις ή διανοίξεις για την επιτυχία ισορροπήσεως των κλαδιών.
Στα σπορεία και φυτώρια ενεργούνται ποτίσματα, σκαλίσματα και βοτανίσματα, στα νεαρά δέντρα τα απαραίτητα μονοβεργίσματα, καθαρίσματα, βλαστολογήματα ή κορυφολογήματα, για υποβοήθηση του σχηματισμού των πρώτων βραχιόνων.
Το ίδιο καταπολεμιούνται οι εμφανιζόμενες ασθένειες από φυσικά ή ζωικά παράσιτα. Στις μηλιές και αχλαδιές επαναλαμβάνεται 2ο ή 3ο ψέκασμα για την καταπολέμηση της καρπόκαψας , στις ροδακινιές κ.λ.π. άλλα προσβεβλημένα δέντρα η εξόντωση της μελίγκρας. 
Βότανα: Είναι η εποχή να μαζέψουμε αψιθιά, απήγανο, δάφνη, μέντα, δυόσμο, μαντουράνα, μελισσόχορτο, φασκόμηλο, λεβάντα, σπόρους από γαιδουράγκαθο και άλλα αρωματικά φυτά για να τα αποξεράνουμε.  
Γενικές εργασίες και φροντίδες: Επιθεωρούμε τακτικά τα φυτά μας για ύπαρξη εχθρών και ασθενειών. Υποστυλώνουμε και κλαδεύουμε ελαφριά τις ντοματιές. Σκαλίζουμε τα λαχανικά μας και τα λιπάρουμε με φουσκί, κομπόστα ή βιολογικό λίπασμα κατά προτίμηση και εφαρμόζουμε εδαφοκάλυψη. Ψεκάζουμε με χαλκό και θειαφίζουμε τις καλλιέργειές μας ανάλογα με τις ανάγκες. 
Για σπόρο: Μαζεύουμε τους ξεραμένους σπόρους από τα  ανοιξιάτικα λαχανικά, λουλούδια, βότανά μας και τα  αποθηκεύουμε.

Τι πρέπει να τρώμε κάθε μήνα (από τον Ιανουάριο ως το Δεκέμβριο)


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣΠορτοκάλια, λεμόνια, μανταρίνια, γκρέιπ φρουτ, μήλα, λάχανα, κουνουπίδι, μαρούλι, καρότα, σέλινο, σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Πορτοκάλια, μήλα (ψυγείου από τη συγκομιδή Οκτωβρίου), κουνουπίδι, λάχανο, καρότα, μαρούλια, ραδίκια, σταφίδες, κάστανα, αμύγδαλα, καρύδια.

ΜΑΡΤΙΟΣΛεμόνια, τελευταία πορτοκάλια, μήλα (ψυγείου από τη συγκομιδή Οκτωβρίου), αγκινάρες, καρότα, λάχανο, κουνουπίδι, μαρούλια, ραδίκια, σπανάκι, σέλινο.

ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Μήλα (ψυγείου από τη συγκομιδή Οκτωβρίου), φράουλες, αγκινάρες, κρεμμύδια φρέσκα, καρότα, μαρούλια.

ΜΑΙΟΣ
 
Καλοκαιρινά πορτοκάλια (τύπος Βαλένσια), φράουλες, κεράσια,αρακά, αγκινάρες, κολοκύθια, παντζάρια, κρεμμύδια φρέσκα, ανοιξιάτικη πατάτα, βλήτα.

ΙΟΥΝΙΟΣ
Βερίκοκα, κεράσια, φράουλες, πρώιμες ποικιλίες σε ροδάκινα, φασολάκια, αγγούρια, βλήτα, κρεμμύδια φρέσκα, ντομάτες (πρώτες υπαίθριες), ανοιξιάτικη πατάτα.

ΙΟΥΛΙΟΣ
Βύσσινα, κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα, καρπούζια, πεπόνια, ντομάτες, φασολάκια, αγγούρια, κολοκυθάκια, βλήτα, πιπεριές, μελιτζάνες.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Πεπόνια, σύκα, καρπούζια, αχλάδια, σταφύλια αχλάδια, τα  πρώτα μήλα, δαμάσκηνα, καρπούζια, πεπόνια, κολοκυθάκια, ντομάτες, μπάμιες, κολοκυθάκια, ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες, κρεμμύδια ξερά, φασολάκια.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Σταφύλια, σύκα, κρεμμύδια ξερά, καλοκαιρινή πατάτα, νωπά καρύδια, φιστίκια Αιγίνης.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Σταφύλια όψιμα, ρόδα, μήλα, μαρούλια, καρότα, σπανάκι, ξερά σύκα, σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδια.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Αχλάδια, μήλα, ρόδια, λεμόνια, μανταρίνια, πορτοκάλια, ξερά σύκα, σταφίδες, φουντούκια, κάστανα, αμύγδαλα.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Μανταρίνια, πορτοκάλια, λεμόνια, μήλα, αχλάδια, καρότα, σπανάκι, λάχανο, κουνουπίδι, σέλινο, ραδίκια, πατάτα φθινοπωρινή, σταφίδες, ξερά σύκα, φουντούκια, αμύγδαλα και κάστανα.

Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Άνθος του Γιαλού - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

https://laikiparadosi.blogspot.com/
Επί πολλάς νύκτας κατά συνέχειαν έβλεπεν ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί όπου έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρώνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα εις δυό υψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλαιόν ερημόσπιτον κατηρειπωμένον, – εκεί έστρωνε συνήθως την κάπαν επάνω στην πλώρην της βάρκας, κ  ἐκοιμᾶτο χορευτόν και νανουρισμένον ύπνον, τρεις σπιθαμές υψηλότερη  από το κύμα, θεωρών τα άστρα, και μελετών την Πούλιαν και όλα τα μυστήρια του ουρανού – έβλεπε, λέγω, ανοικτά εις το πέλαγος, έξω από τα δυό ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικόν φως – κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ή άστρον πεσμένον – να τρεμοφέγγη, εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον.
Ο Μάνος του Κορωνιού, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλά όπως και πας θνητός. Αρκετόν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δυό μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, τ  ὁλόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε την φήμην, ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλείτο κοινώς «της Λουλούδως το Καλύβι». Διατί; Κανείς δεν ήξευρεν. Η, αν υπήρχον ολίγα γραΐδια «λαδικά», η και δυό τρεις γέροι, γνωρίζοντες τας παλαιάς ιστορίας του τόπου, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.
Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκείνο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανείς φάρος. Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι  αὐτὰ τα πράγματα εις τα μικρά μέρη, τα μη έχοντα ισχυρούς βουλευτάς.
Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδή σχεδόν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του από εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δυό χλοερά νησάκια, και δεν έβλεπε κανέν ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτός την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ  ἄστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκεί, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκη, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Όθεν ο Μάνος, επειδή ήτο ασθενής άνθρωπος, καθώς είπομεν, νέος εικοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλήν της Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερόν του, αφού του διηγήθη το νυκτερινόν όραμά του, δια να του κάμη συντροφιάν εις την ασυνήθη εκδρομήν.
Επήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κ  ἔμελλε να δύση περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεί, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβός δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κ  ἔμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. Όσον έπλεαν αυτοί με την βάρκαν, τόσον τους έφευγε, χωρίς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς των.
Ο Μάνος, μαζί με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλούς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
– Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καΐκι, όχι.
– Και τι είναι;
– Είναι…
Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπη.
Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δυό η τρεις ημέρας μετ  αὐτήν, οι δυό ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύη εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. Τι άρα ήτο;
Εις μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινάς εκδρομάς των δυό φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλαιά βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλάς γραίας σοφάς, αίτινες υπήρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμά εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα από το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ο Κορωνιός και ο εγγονός της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν από την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ  οἶκον, επήδησε δυό τρεις βράχους προς τα εκεί, κ  ἔφθασε παραπάνω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δυό φίλοι.
– Για που, αν θέλη ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδιές τώρα που τρέχετε έξω από το λιμάνι, χωρίς να γιαλεύετε, χωρίς να πυροφανίζετε – και τα ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε και σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθή το όραμά του.
Ο Λίμπος ήκουσε μετά προσοχής. Είτα εγέλασε:
– Αμ  ποὺ να τα ξέρετε αυτά εσείς, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιόν καιρόν τέτοια πράματα, σαν αυτό που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγώ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλής βλέπει αυτό που λες πως βλέπεις;
Ο Γιαλής ηναγκάσθη με συστολήν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περί ου ο λόγος, αλλ  ἐπείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
– Ακούστε να σας πω, παιδιά. Εγώ που με βλέπετε, έφθασα τη γρια-Κοεράνω του Ραγιά, την μαννού αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς και τη μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθή πολλά πρωτινά, παλαιικά πράματα, καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:
»Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδώ τον παλαιόν καιρό εκατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, – έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή – μαζί με τον πατέρα της τον γερό-Θεριά (ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα και με φαρμακωμένα βέλη. Ένα Βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ  ἐκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
»Επήγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγη νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της να την στεφανωθή.
»Έφτασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το  βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ  ἕνα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνί κ  ἐφυσοῦσαν μαλακά να ζεστάνουν το θείο Βρέφος. Να, τώρα θα  ρθῆ το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι με μακριά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ  ἔπεσαν κ  ἐπροσκύνησαν το θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ  ἀγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ  ἐκστατικὰ μάτια, κάτω από το παχνί, πολλήν ώρα, κ  ἐλάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα  ρθῆ το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Έφτασαν κ  οἱ τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στο κεφάλι, κ  ἐφοροῦσαν μακριές γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ  ἀστεράκι, ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε κ  ἐκάθισε στη σκεπή της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ  τὶς καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κ  ἔπεσαν κ  ἐπροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κ  ἐπρόσφεραν δώρα: χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.
– »Να! τώρα θα  ρθῆ το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ  ἁρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κ  ἡ προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυό αυτούς βράχους, οπού το λεν Ανθός του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνη Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος. Κ’  η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας.

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Πρωτομαγιά. Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης, που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες !

Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης,
που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες !

Πρωτομαγιά: Τα έθιμα, το μαγιάτικο στεφάνι και τα αρχέγονα λατρευτικά στοιχεία

Η Πρωτομαγιά ανοιξιάτικη γιορτή, πολύ πριν γίνει εργατική γιορτή, κοντά πάντοτε στο Πάσχα, συνδυάζει αρχέγονα λατρευτικά στοιχεία που σχετίζονται με τη λατρεία των νεκρών (Λεμούρια, Ροζάρια) και την αναγέννηση της φύσης. Θεωρείται παρετυμολογικά ευνοϊκή για τα μάγια, όπως και ολόκληρος ο μήνας Μάιος.
Το μαγιάτικο στεφάνι
Το στεφάνι που πλέκεται την παραμονή της Πρωτομαγιάς είναι το μοναδικό σχεδόν έθιμο, που εξακολουθεί να μας δένει με την παραδοσιακή πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλιότερες εποχές. Το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κρανιάς ή κλήματος και στολιζόταν με λουλούδια και θαλερά κλαδιά από καρποφόρα δέντρα (αμυγδαλιά με αμύγδαλο, συκιά με τα σύκα, ροδιά με ρόδι ) αλλά και στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, κρεμμύδι και σκόρδο για το μάτι.
Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της θαλερότητας και της γονιμότητάς τους στον άνθρωπο είναι το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό μάλιστα χώρο δεν ήταν απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών αλλά η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού δέσμης από χλωρά κλαδιά  ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς κ.ά.  μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν η ύπαρξη μεταξύ των λουλουδιών και χλωρών κλαδιών φυτών αποτρεπτικών του κακού, όπως  τσουκνίδα, σκόρδο, δαιμοναριά, αγκάθια. Σε ορισμένες περιοχές οι μαγικές ενέργειες για υγεία συνοδεύονται από ομαδικές εκδηλώσεις, όπως αγερμούς (παιδιά στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας κλαδιά καρποφόρων δένδρων έλεγαν τραγούδια του Μάη:
Μάη, Μάη χρυσομάη,
τι μας άργησες;
να μας φέρεις τα λουλούδια
και την άνοιξη;
ή
Μάη, Μάη δροσερέ κι Απρίλη λουλουδάτε (με τα ρόδα)  κ.ά.
Στην Κέρκυρα για παράδειγμα περιέφεραν κορμό τρυφερού κυπαρισσιού στολισμένου με λουλούδια, μαντήλια, κορδέλες και φρούτα της εποχής (μούσμουλα) και χορταρικά. Αυτό ήταν το μαγιόξυλο .
Η Πρωτομαγιά είναι εθιμικά μια από τις δημοφιλέστερες γιορτές του ελληνικού λαού ιδιαίτερα στο βορειοελλαδικό χώρο. Ο βαρύς χειμώνας, ο οποίος συνήθως επικρατεί στη Μακεδονία και κυρίως στην κατ’ εξοχήν ορεινή περιοχή της, με τις πολλές βροχές, τα χιόνια, τον παγετό, το δυνατό κρύο και τις ομίχλες, κάνει εντονότερη την προσδοκία της άνοιξης και του καλοκαιριού. Έτσι την Πρωτομαγιά γιορτάζεται χαρακτηριστικά και πανηγυρικά η βελτίωση του καιρού, η επικράτηση της άνοιξης και η επικείμενη έλευση του καλοκαιριού, η αναγέννηση προπαντός της φύσης.
Η Πρωτομαγιά στη Δυτική Μακεδονία συνδέεται με ποικίλα έθιμα γονιμικού  κυρίως χαρακτήρα, και τραγούδια. Έτσι, στη Βλάστη Κοζάνης πρωΐ πρωΐ αδειάζουν  τα αγγεία και φέρνουν φρέσκο νερό από τη βρύση. Τα παιδιά κόβουν κλάδους οξυάς και τους φέρνουν στους γύρω από το χωριό λόφους, όπου κυρίως τα κορίτσια  στήνουν χορούς, « πιάνοντας το Μάη». Στολίζουν τις μέσες τους με λυγαριές, για να μην τους πονάει  τον Ιούνιο στον θερισμό. Στο Τσακνοχώρι Βοϊου στολίζουν τις πόρτες των σπιτιών με πρασινάδες, ενώ στη Γαλατινή κρεμούν στη βρύση ένα πράσινο κλαδί και τρώνε κάτι πρωΐ - πρωΐ, για να « μην τους τσακίσ΄ ο κούκος».
Στην πόλη της Φλώρινας πρωϊ ανεβαίνουν στον  λόφο του Αγίου Παντελεήμονα και συναγωνίζονται ποιος θα μαζέψει πρώτος λουλούδια, να φτιάξουν στεφάνια που στεφανώνονται οι ίδιοι και φροντίζουν και να τα κρεμάσουν πρώτοι στην εξώπορτα του σπιτιού τους και να πιάσουν πρώτοι τον Μάη, για το καλό, για γούρι. Εκεί στον λόφο οι Φλωρινιώτες παραδοσιακά μέχρι σήμερα χαίρονται τη φύση, χορεύουν και τραγουδούν. Επικαλούνται επίσης τον άγιο Ιερεμία, που γιορτάζει τη Πρωτομαγιά, για να φύγουν από τα σπίτια τους ποντίκια, φίδια κλπ. με την έλευση του Μάη. Έτσι χτυπώντας τον μασά, ένα μέλος της οικογένειας, γυρίζει την παραμονή όλο το σπίτι και τους βοηθητικούς χώρους του φωνάζει μεταξύ άλλων: «Γιερεμία, συντελεία στα ποντίκια ( ή στα φίδια κλπ. )», ή «φύγετε γάτες, φίδια, ποντίκια, γιατί έρχεται ο Μάης ».
Και στα τραγούδια της Πρωτομαγιάς οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίαςθεωρούν τον Μάη ως τον κατ’ εξοχήν μήνα της άνοιξης και τον προπομπό του καλοκαιριού. Έτσι το παρακάτω πολύ γνωστό και ευρύτατα διαδεδομένο τραγούδι το τραγουδούν την Πρωτομαγιά στην Κοζάνη και αλλού, όταν οι οικογένειες γυρίζουν στολισμένες με πρασινολούλουδα από την εξοχή. Είναι η εποχή που με τη βελτίωση του καιρού είναι πλέον εφικτά τα μακρινά ταξίδια και η επιστροφή των ξενιτεμένων στο γενέθλιο τόπο τους:

Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι,
Τώρα φουντώνουν τα κλαριά και βγάζ΄ η γη χορτάρι,
τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάγει στα δικά του.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει.
Βάζει τα πέταλα αργυρά, καρφιά μαλαματένια.
Βάζει τα φτερνιστήρια του, ζώνει κι του σπαθί του
Κι η κόρη που τον αγαπά κρατεί κερί και φέγγει.
Με το ‘να χέρι το κερί, με τ’ άλλο το ποτήρι
κι όσα ποτήρια τον κερνά, τόσες βουλές του λέει:
- Πάρε μ΄, αφέντη μ΄, πάρε με κι εμένανε κοντά σου,
να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γίνω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου.
Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα.
- Κει που πηγαίνω, κόρη μου, γυναίκες δεν διαβαίνουν,
Κει ’ναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα ντερβένια
κι εσένα παίρνουν, κόρη μου, κι εμένα με σκλαβώνουν.
Σε χορευτικό τραγούδι ακολουθεί παραλλαγή του από τον Πελεκάνο Βοϊου, ο λαός εκδηλώνει την προσμονή του για τον Μάη και την άνοιξη που φέρνει:
Μάη, Μάη , χρυσομάη, τι μας άργησες και δεν φάνηκες,
να μας φέρεις τα λουλούδια και την άνοιξη;
Λούσου κι άλλαξε, μπεΐνα, κοντά μου πλάγιασε.
Για ’τος, για ’τος από πέρα, με τριαντάφυλλα, με καρόφυλλα.
Σε άλλο τραγούδι, πολύ διαδεδομένο επίσης στον δυτικομακεδονικό χώρο, ο Μάης θεωρείται  ο μήνας, που παράλληλα με το ξύπνημα της φύσης μετά τη βαρυχειμωνιά, προκαλεί διέγερση ερωτικών αισθημάτων, γι’ αυτό και διατυπώνονται σχετικές συμβουλές. Άλλωστε γενικότερα ο Μάης, καθώς έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τη μαγεία, είναι  μήνας συνδεδεμένος με ποικίλες προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Κι εμείς το Μάη τον ξέρουμε πως είναι σκανταλιάρης,
που σκανταλίζει όμορφες χήρες και μαυρομάτες !
Το Μάη κρασί μην πίνετε, όξω μην κοιμηθείτε.
Τρία παιδιά παλάβωσαν και πήραν τα σοκάκια.
Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά και κρέας για τ’ αγρίμια,
σέρνουν κι αγαποβότανο γι΄ αυτές τις μαυρομάτες.
Στο παρακάτω τραγούδι από τα πολλά σχετικά της επαρχίας Βοϊου Κοζάνης, διατυπώνονται οι προσδοκίες όχι  μόνο του ανθρώπου, αλλά και των άλλων ζωντανών οργανισμών, από τον όμορφο μήνα της άνοιξης, που στ΄ όνομά του εξυμνούνται οι ομορφιές της φύσης και της ζωής:
Απρίλη, Απρίλη δροσερέ, Μάη καμαρωμένε,
σε μήνυσαν, Μάη μου, τα πρόβατα ν΄ αξιώνεις ( = αυξάνεις ) τα χορτάρια,
Σε μήνυσαν οι όμορφες ν΄ αξιώνεις τα λουλούδια,
σε μήνυσαν και τα πουλιά της άνοιξης τ΄ αηδόνια
ν΄ αξιώνεις τα κοντά κλαδιά και τα ψιλά δενδράκια.
Την ίδια μέρα οι γυναίκες συνηθίζουν να συγκεντρώνουν τα χόρτα που χρησιμοποιούν για τα φάρμακα (βότανα) και να βγάζουν το ασπρόχωμα ή ασημόχωμα που προορίζεται για λούσιμο όλο το χρόνο. Πιστεύουν ότι έτσι η ψώρα και οι λειχήνες εξαλείφονται. Μάλιστα η εξαγωγή του χώματος  αυτού από συγκεκριμένο σημείο γινόταν με συμμετοχή πολλών γυναικών μαζί και με τραγούδια.
Ο σεβασμός προς τους νεκρούς, οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη πάνω στη γη και ετοιμάζονται να ξαναμπούν στους τάφους οδηγεί τις γυναίκες στα νεκροταφεία προκειμένου να καθαρίσουν τους τάφους από τα χόρτα, να τους ασβεστώσουν και να τους περιποιηθούν, να ανάψουν κεριά και όταν γυρίσουν στα σπίτια να φτιάσουν πίττα που μοιράζουν στη γειτονιά και στους φτωχούς για συχώριο.
Στον καταραμένο τόπο το Μάη χαλαζώνει......
Το χαλάζι, όπως είναι γνωστό, προκαλεί μεγάλες καταστροφές στη γεωργική  παραγωγή, όταν μάλιστα πέφτει την εποχή που  ανθίζουν τα φυτά (αμπέλια, δέντρα) ή ωριμάζουν οι καρποί τους. Αυτός είναι και  ο λόγος που ο γεωργός το θεωρεί κατάρα και θεομηνία, όπως εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς από σχετικές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις π.χ. «στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα χαλάζι ρίχνει», «αντά ’πρεπε δεν έβρεχε κι ο  Μάης χαλαζώνει».
Ειδικότερα  ο λαός πιστεύει ότι με το χαλάζι εκδηλώνεται η οργή του θεού για κάποιο ηθικό παράπτωμα των ανθρώπων. Τέτοια παραπτώματα που μπορούν, σύμφωνα πάντοτε με τη λαϊκή αντίληψη, να προκαλέσουν χαλαζοθύελλα είναι πολλά. Αναφέρω ενδεικτικά την παραβίαση της αργίας ορισμένων εορτών, την εγκατάλειψη νόθου παιδιού, δοξασία  με πλατειά διάδοση σε χαλαζόπληκτες ελληνικές περιοχές αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο,  τον ανόσιο έρωτα μεταξύ συγγενών εξ αίματος, όπως συχνά  αναφέρεται στα δημοτικά μας τραγούδια, την εξωμοσία χριστιανού, τη φθορά εκκλησιαστικής – μοναστηριακής περιουσίας.
Ο  γεωργός για να αποφύγει την καταστροφή του μόχθου του ο γεωργός καταφεύγει στη μαγεία, στη θρησκεία  αλλά συνήθως και στα δύο  μαζί. Με τη βοήθεια της μαγείας επιχειρεί «να καταδέσει το χαλάζι», να το  «καρφώσει» και να το «γυρίσει πίσω» χρησιμοποιώντας μέσα και τους τρόπους, όπως πυροστιά, μαυρομάνικο μαχαίρι, κεριά και άνθη του Επιταφίου, κόκκινο αβγό του Πάσχα, επωδές, που χρησιμοποιεί, όπως είναι γνωστό, και σε άλλες περιστάσεις.
Άγιοι προστάτες  από το χαλάζι
Τη βοήθεια της θρησκείας εξασφαλίζει με την αυστηρή τήρηση  της αργίας ορι-σμένων εορτών ή μνήμης αγίου, που θεωρείται προστάτης από το χαλάζι και θεωρεί την  παραβίασή της από  τις πιό σοβαρές αιτίες για τη χαλαζόπτωση. Έτσι π.χ. τηρούνται αυστηρά σαν αργίες από τους αμπελουργούς και τους κηπουρούς σ’όλες σχεδόν τις χαλαζόπληκτες περιοχές η Μεγάλη Πέμπτη, η Πέμπτη της Διακαινησίμου, η ημέρα της Αναλήψεως, της Πεντηκοστής. Αυτές τις ημέρες δεν πλένουν, δεν απλώνουν ρούχα, δεν λούζονται, δεν γνέθουν και δεν πηγαίνουν στο αμπέλι.
Άη Γιάννης ο Χαλαζιάς
Στην Κεντρική Ελλάδα «κρατούν την αργία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (8 Μαίου), που τον λένε μάλιστα «χαλαζιά», γιατί πιστεύουν ότι  ο άγιος «στέλνει το χαλάζι και καταστρέφει τα σπαρτά». Στη Μακεδονία την αργία του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας  Ελένης που «φυλάει από το χαλάζι. Το σηκώνει στο μανίκι της», ενώ στην περιοχή της Γορτυνίας τη γιορτή της Αγίας Τριάδας  και του Αγίου Αντωνίου.
Σε διάφορες άλλες περιοχές  καταφεύγουν σε αγίους που θεωρούνται γενκότερα προστάτες της βλαστήσεως από ασθένειες ή δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως ο άγιος Τρύφων και ο Προφήτης Ηλίας ή τοπικούς αγίου, όπως ο άγιος  Αχίλλειος (Κόνιτσα),  ο Κοσμάς ο Αιτωλός (Ήπειρος), ο άγιος  Αρσένιος (Παραμυθιά Θεσπρωτίας). Ενώ όμως η λατρεία των αγίων που προαναφέρθηκαν είναι περιορισμένη τοπικά, η λατρεία του αγίου Χριστοφόρου, ως προστάτη από το χαλάζι, καλύπτει όλο το βορειοελληνικό χώρο, από την Ήπειρο μέχρι την Ανατολική Θράκη.
Ειδικότερα στην Ήπειρο πιστεύεται ότι ο άγιος Χριστόφορος «γυρίζ’ με το χαλάζ’ στον κόρφο», για αυτό και τηρούν την αργία της γιορτής του (9 του Μάη) με μεγάλη αυστηρό-τητα. «Έχ’ νι σκόλ’ όλοι, γιατί πεισμών’ ου άγιους». «...Επειδή πολλοί ζητούσι με εις πόλιν έχειν ή χώραν ή αγρόν, ή εν οιωδήποτε τόπω μη επέλθη αυτοίς εκεί, Δέσποτα, χάλαζα, μηδέ θυμός μηδέ αφορία αμπέλου, αλλ’ ει και ποτε ηδικούντο, απελθόντος μου εκείσε, φύλαξον τους τόπους αυτών, όπως ούτοι αφθόνως λαμβάνουσι τας αιτήσεις αυτών...» Του Αγίου Χριστοφόρου δε μπαίνουν στους κήπους και στα χωράφια, γιατί, αν δουλέψουν, «θα πέση χαλάζι και θα τους χαλάσει τη σοδειά» «Ο Αη Χριστόφορος, λένε, στέκεται με το χαλάζι στο χέρι» και αλλού πως το έχει στην ποδιά του το χαλάζι κι ίσια το ρίχνει, άμα εργαστείς στη γιορτή του».
Από την ίδια περιοχή προέρχεται μια παράδοση που αιτιολογεί την καθιέρωση της αργίας στις 9 Μαϊου: Όταν ακόμη η ημέρα δεν είχε καθιερωθεί ως αργία, θέλησε ο άγιος Χριστόφορος να παρουσιαστεί στο θεό και να παραπονεθεί, αλλά ο φύλακας άγγελος της Πύλης τον ρώτησε τί θέλει και μαθαίνοντας την αιτία τον συμβούλεψε: - Αφού δε σου κρατούν την ημέρα, χτύπα τους με λιθάρια από δω ψηλά. - Πού να βρω τα λιθάρια, εδώ δεν έχουμε, είπε ο άγιος. - Έχουμε το χαλάζι. Έτσι και έγινε. Επήρε το μεγαλύτερο χαλάζι χτύπησε τους γεωργούς και κατάστρεφε τους αγρούς και τους κήπους τους. Από τότε κρατούν την ημέρα αυτή» .
Στη Μακεδονία (περιοχή Πέλλης) «για να μη πέφτει χαλάζι και καταστρέφει τα σπαρτά, τα δέντρα - ακόμη και τα ζώα σκοτώνει - φυλάνε την ημέρα του αγίου Χριστοφόρου». Και στη Χαλκιδική «εκείνη την ημέρα οι γεωργοί δεν οργώνουν». Στο χωριό Καρπερό των Γρεβενών στις 9 Μαϊου η λειτουργία συνοδεύεται από δημοτελή θυσία και «εγκατόρυξη» (ταφή) των υπολειμμάτων από την από κοινού κατανάλωση του σφαγίου. «Συγκεντρώνονται οι κάτοικοι της περιοχής στο εξωκλήσι του Αγίου Χριστοφόρου και μετά τη λειτουργία θυσιάζουν ένα μαύρο αρνί. Η θυσία γίνεται σ’ ένα λάκκο κοντά στο άγιο βήμα, σκεπασμένο με μια πέτρα. Στο λάκκο αυτό χύνεται το αίμα, το δέρμα και τα κόκκαλα του αρνιού μετά από το κοινό τραπέζι».
Όταν υπάρχει κίνδυνος να πέσει χαλάζι μαζεύεται ο κόσμος στον άγιο Χριστόφορο. Έρχεται και ο παπάς. «Ανοίγουν και βγάζουν μερικά κόκκαλα από μέσα. Ο παπάς φέρνει την εικόνα του αγίου Χριστοφόρου. Την ακουμπάει πάνω στην πέτρα, ανάβει και μια λαμπάδα, διαβάζει την ευχή και το σύννεφο δια-λύεται». Η τελετή της εκταφής των οστών του θυσιασθέντος ζώου συνηθίζεται και σε περιπτώσεις ανομβρίας στην ίδια περιοχή. Τη γιορτή τηρούσαν και οι Τούρκοι... Στη Θράκη για τον ίδιο σκοπό και με την ίδια αυστηρότητα τηρούν την αργία του αγίου.
Στο Φανάρι Κομοτηνής «κάθε χρόνο στη γιορτή τ’ αποβραδύ έκαμναν αγρυπνία και την ώρα που έβγαινε τ’ άστρο, ο αυγερινός, ανέβαιναν έξω στα χωράφια κι έκαμναν δέησι να μη ρίχνει χαλάζι. Κείν’ τη μέρα δεν δούλευαν κι οι Τούρκοι του Γιαπατζή. Ρωτούσανε πότε ήτανε η γιορτή τ’ για να μη δουλέψουν».
Στην Κομοτηνή, τέλος, όπως αναφέρει ο Στίλπων Κυριακίδης, «του Χριστοφόρου δε δ’ λεύουν». Είνι για του χαλάζ’». Ο άγιος Χριστόφορος (250 περ. π.Χ.) ανήκει στους λαϊκούς μάρτυρες τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Εκκλησίας και θεωρείται από το ελληνικό λαό καθώς και τους ευρωπαϊκούς λαούς προστάτης από διάφορες συμφορές, όπως είναι οι επιδημίες, η κακοκαιρία, τα ατυχήματα κ.ά. Η εικονογραφική παράδοση είναι διττή. Η μία τον θέλει Κυνοκέφαλο, επειδή ήταν πολύ όμορφος και παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει άσχημο.
Η σύνδεσή του με τα απότομα καιρικά φαινόμενα, όπως είναι η χαλαζόπτωση, αποτελεί ενδεχομένως ένα στοιχείο για την συσχέτισή του με τους αιγυπτιακούς Κυνοκεφάλους δαίμονες. Στην απόδοση της ιδιότητας του προστάτη από το χαλάζι στον άγιο Χριστόφορο συνετέλεσε προφανώς η εποχή που γιορτάζει (9 Μαϊου) που θεωρείται η πιο κρίσιμη για τις επιπτώσεις της χαλαζόπτωσης στη γεωργική παραγωγή. Η άλλη παράδοση τον παριστάνει με κανονικά χαρακτηριστικά να κουβαλάει στον ώμο το Χριστό, τον οποίο περνάει από ένα ποτάμι (Χρι-στοφόρος).
Ως Χριστοφόρος είναι σήμερα ο προστάτης των αυτοκινητιστών. Στο εύλογο ερώτημα, γιατί η λατρεία του αγίου αυτού εντοπίζεται ειδικά στο Βόρειο Ελληνικό χώρο, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τη σχετική έρευνα τόσο σε έντυπα όσο και στο χειρόγραφο υλικό του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, και γιατί έχει τέτοια διάδοση σε σύγκριση με την περιορισμένη τοπικά λατρεία άλλων αγίων, την απάντηση δίνει η διάδοση της λατρείας του αγίου Χριστοφόρου στον βορειοελληνικό χώρο οφείλεται στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν την εποχή της εορτής του αγίου ή σε τοπική λατρεία του αγίου, προερχομένη από τη Μ. Ασία (Καππαδοκία), που απλώθηκε στο χώρο αυτό, όπου επικρατούν οι ίδιες δυσμενείς συνθήκες κλίματος. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η παρουσία εικόνων του αγίου Χριστοφόρου σε ναούς των Μικρασιατών Ελλήνων προσφύγων στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν.
Στο ερώτημα εξ άλλου, γιατί αποδίδεται στον άγιο η ιδιότητα του προστάτη από το χαλάζι, η απάντηση θεωρούμε ότι δίδεται από τη διήγηση που υπάρχει στο συναξάριο του αγίου - που σώζεται σε κώδικα του ΙΑ΄ αιώνα - και απηχεί ασφαλώς παλαιότερη παράδοση, όπου αναφέρεται ότι ο άγιος σε προσευχή του προς τον θεό, όταν τον οδηγούσαν στο μαρτύριο είπε: «Κύριε, δος χάριν τω σώματί μου, ίνα πας ο έχων λείψανόν μου φανερώς δύναται δι αυτού απελαύνειν τους δαίμονας. Αλλά και επειδή πολλοί ζητούσι με εις πόλιν έχειν ή χώραν ή αγρόν, ή εν οιωδήποτε τόπω μη επέλθη αυτοίς εκεί, Δέσποτα, χάλαζα, μηδέ θυμός μηδέ αφορία αμπέλου, αλλ’ ει καί ποτε ηδικούντο, απελθόντος μου εκείσε, φύλαξον τους τόπους αυτών, όπως ούτοι αφθόνως λαμβάνουσι τας αιτήσεις αυτών... Και ήλθεν αυτώ φωνή εκ του ουρανού. Κατά το αίτημά σου έσται σοι, και ου μη λυπήσω σε έως του αιώνος. Και εν τούτω θαυμασθήσει..»
Οι Μάηδες στο Πήλιο...
Στο Πήλιο ο ερχομός του Μάη γιορταζόταν παλιότερα– και αναβίωσε κάποιες φορές από το 1957 και εξής στη Μακρινίτσα - με ιδιαίτερες εκδηλώσεις. Κατά μία περιγραφή, την παλαιότερη, του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη το 1892 «Τη α΄ Μαϊου άγουσι τινές νουμηνίαν μετημφιεσμένοι και προσωπιδοφορημένοι όντες εν συνεταιρισμώ και συνοδεία δέκα έως δώδεκα, ων έκαστος φέρει ίδιον όνομα, ως ιατρός, γενίτσαρος, αράπης κτλ. Έχοντες μεθ’ εαυτών και νεανίαν τινά όλον κεκαλυμμένον δι’ ανθέων, όν ονομάζουσι « μαγιόπουλον» και περιερχόμενοι ανά τας οδούς και ρύμας του χωρίου άδουσι και χορεύουσιν επί προαιρετική αμοιβή.
Τα αδόμενα δε ιδιόρρυθμα άσματα εισί τάδε:
Μάη μου, Μάη δροσερέ κι Απρίλη λουλουδάτε,
Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κι Απρίλ’ς με τα λουλούδια,
Όλον τον κόσμο γέμουσι τ’ άθη και το λουλούδι,
Το νιόνε περικύκλουσες μες της κυράς την πόρτα.
Άνοιξε, πόρτα της κυράς, πόρτα της μαυρομάτας,
Να μπω να διώ τη λιγυρή, πώς στρώνει, πώς κοιμάται,
Πώς στρώνει στα τριαντάφυλλα, κοιμάται στα λουλούδια.
Πώς να την πω να σηκωθεί, πώς να την πω να κάτσει.
Να την ειπώ αγιόκλημα, το κλήμα κόμπους έχει,
Να την ειπώ τριαντάφυλλο κι από τ’ αγκάθι βγαίνει,
Να την ειπώ βασιλικό κι από τη μυρουδιά του.
Ακόμη: Αφέντη κι αφεντούτσικε, πέντε φορές αφέντη,
Λύσε τ(ο), αφέντη μ’, λύσε το, το χρυσομάντηλό σου,
Κι αν έχεις γρόσια δός μας τα, φλουργιά μη τα λυπάσαι,
Κι αν τα λυπάσαι τα φλουριά, δός μας δεκαπεντάρια.
Δός μας τα, αφέντη, δός μας τα, να πούμε για την υγειά σου,
Για την υγειά σ’, αφέντη μου, για την καλή χρονιά σου,
Να ζήσης χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσεις,
Κι απ’ τους διακόσιους κι εμπροστά, ν’ ασπρίσεις, να γεράσεις,
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι. Και του χρόνου.
Το έθιμο έχει ζωγραφίσει στις αρχές του 20ού αιώνα ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ενώ ο Γεώργιος Αδρακτάς κάνοντας λόγο για την σηροτροφία (καματερός) στο Πήλιο αναφέρεται στη συνήθεια των γυναικών για προληπτικούς λόγους «κατά την πρωτομαγιάν αποσπώσιν εκ του μάη ήτοι του παιδός, όστις εστολισμένος δι’ ανθέων χορεύει κατά την πρώτην του Μαϊου προ των οικιών υπό τον ήχον τυμπάνου, τεμάχιον ορμαθιάς από μαϊολούλουδα, ταύτα δε μετά χαράς κρεμώσιν εις την πρώτην σταντοσιάν, επειδή τούτο θεωρείται ως συντελεστικόν καλής εσοδείας».
Περιγραφή των Μάηδων στο Πήλιο μας δίνει το 1931 στη Νέα Εστία ο Γιάνης Κορδάτος. Μετά την αναβίωσή τους (1957) οι περιγραφές είναι πολλές (Κ. Λιάπης, Αποστολία Νάνου-Σκοτεινιώτη. Δ. Λαμπαδάρης, Κ. Καρυδάκης κ.ά.) και αφορούν σε όλα τα χωριά του Πηλίου.
Σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες πληροφορίες ομάδες ανδρών ντυμένων με διάφορα ρούχα και προσωπίδες παράσταιναν τον αράπη, το γιατρό, το γέρο και τη γριά, τον φουστανελά, τον γενίτσαρο, τη χανούμισσα και στη μέση πάντοτε έναν νέο στολισμένο με λουλούδια, που κρατούσε ένα ξύλο στολισμένο επίσης με λουλούδια, το μαγιόξυλο. Η ομάδα συνοδευόταν από οργανοπαίχτες με ζουρνά, νταούλι, βιολί και περιερχόταν τα σπίτια και τα μαγαζιά και παρίστανε πως ο νέος πέθαινε και ο γιατρός με τη βοήθεια και της γριάς τον ξανάφερναν στη ζωή. Τραγουδούσαν και τα παραπάνω τραγούδια.
Ως προς τις λεπτομέρειες οι περιγραφές που διαθέτουμε διαφέρουν μεταξύ τους. Ωστόσο κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μαγικοθρησκευτικό δρώμενο του Πηλίου και το συνδέει με ανάλογα ανοιξιάτικα δρώμενα του ελληνικού χώρου (Ζαφείρης, Φουσκοδέντρι, «Πεθαμένος») είναι η συμβολική μιμική αναπαράσταση θανάτου και ανάστασης στο αποκορύφωμα της άνοιξης και στην αρχή της καρποφορίας. Όπως έχει γράψει για την παλιά « Αθηναϊκή Πρωτομαγιά » ο Δημ. Καμπούρογλους, η « η πρώτη Μαϊου συνεκέντρωσε την ελπίδα της βλαστήσεως, την χαράν της ανθίσεως και την αθανασίαν της καρπώσεως, εκπροσωπήσασα συμβολικώς και την άνοιξιν ολόκληρον».
*Η Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, είναι τ. Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

  Μάζεμα-διατήρηση ελιών και λαδιού Πότε να μαζεύουμε τις ελιές. Για την καλή ποιότητα του λαδιού έχει μεγάλη σημασία ή εποχή πού θα μαζέψου...