Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» - (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.
Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα!
Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στη Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στη παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.
Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) τη παραμονή των Χριστουγέννων, (στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.
Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν τη κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες... γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.
Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
- Πράξεις χριστιανικής λατρείας: α) Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. β) Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων.
- Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
- Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί ("τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά" Τριφυλία).
Τη παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!
Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες.
άπό
Τα Καρκατζούλια ή Σκαρκατζούλια ή Καλικάτζαροι
Αντιγόνη Κουτσινού, ΣΤ2
Τους συναντάμε με πολλά ονόματα: καλιβρούσηδες,καλακάντζουρα,λυκοκάντζαροι, κακανθρωπίσματα, παγανά και εξαποδώ.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια ανεβαίνουν στη γη τα δαιμόνια Καλικάντζαροι, που «όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια τους τους στύλους που στηρίζουν τη γη».
Οι δαίμονες-Καλλικάντζαροι ταυτίζονται με τις δαιμονικές Κήρες των αρχαίων. Είναι «μαύροι, άσχημοι, με κόκκινα μάτια και τριχωτό σώμα».
Στην Κύπρο ονομάζονται Πλανήταροι. «Εκεί τους κάνουν ξεροτήγανα για να τους καλοπιάσουν».
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.
Κατά διάφορες ελληνικές παραδόσεις οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταμορφωμένοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου) ή αυτοκτόνησαν.
Καθένας από τους καλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, με ένα μάτι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, ξεπλατισμένοι .Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, και δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι' αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό και στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Οι καλικάντζαροι από ότι λέγεται είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και τριχωτό όλο τους το σώμα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι έρχονται έξω και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι αυτό και οι γυναίκες ακόμα τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες.
Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν. Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ' ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν.
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι' αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη.
Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σε αυτήν βάζουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά απ' τ 'αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι κατουρλήδες, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα.
Φεύγετε να φεύγωμε
έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε.
Η λαϊκή μας παράδοση θέλει οι καλικάντζαροι να "μαγαρίζουν" το φαγητό με τις ακαθαρσίες τους αλλά και να προσπαθούν να πριονίσουν τα θεμέλια της Γης κατά την διάρκεια του δωδεκαήμερου.
Από την στιγμή που κρύβονται πάλι στα έγκατα της Γης στις 6 Ιανουαρίου τα θεμέλια γίνονται όπως και πριν κι έτσι η προσπάθεια τους είναι από πριν καταδικασμένη.
Σε άλλα μέρη πίστευαν ότι όταν βγαίνουν πάνω στη γη οι καλικάντζαροι, ουρλιάζουν απαίσια και προσπαθούν να μολύνουν με τα περιττώματά τους τα τρόφιμα, να σκορπίσουν το αλεύρι, να χύσουν νερό στο πάτωμα, να σταματήσουν το νερό της βρύσης.
Σε άλλα ελληνικά χωριά πίστευαν πως οι καλικάντζαροι είναι σκελετωμένοι, αδύνατοι, φορούν βρώμικα ρούχα, είναι κουτσοί, τσεβδοί, μονόφθαλμοι, με ουρές, ότι είναι πολύ ευκίνητοι και ικανοί να σκαρφαλώνουν στους τοίχους, αλλά πολύ φοβητσιάρηδες και με μια βιτσιά γίνονται άφαντοι.
Αλλού φαντάζονταν ότι οι καλικάντζαροι παρουσιάζονται και σαν άνθρωποι, σαν ζώα και σαν περίεργα πουλιά, ότι εμφανίζονται κατά τις σκοτεινές νύχτες στους ανθρώπους σαν παράξενα φαντάσματα. Πίστευαν ότι τα κακά πνεύματα τις νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν ελεύθερα και πανταχού παρόντα και γι' αυτό κανείς δεν έπρεπε να βραδιαστεί μακριά από το χωριό ή στο δάσος.
Στον Πόντο όποιος ήθελε να αποφύγει την επίσκεψη των καλικαντζάρων έπρεπε:
1. Να μη σβήσει την λάμπα, και αν ήταν ανάγκη να βγει από το σπίτι, έπρεπε να κρατάει φανάρι αναμμένο η δαυλό.
2. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων άναβαν στο τζάκι το «Χριστοκούρ» ένα χοντρό κούτσουρο και πριν καεί το αντικαθιστούσαν με άλλο, έτσι ώστε η φωτιά να διατηρείτε άσβεστη σε όλη την διάρκεια του Δωδεκαήμερου.
3. Να ραντήσει το σπίτι με αγιασμό.
4. Δεν γινόταν γάμος και μόνο βάπτισμα σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης.
5. Όλα τα θεωρούσαν εν δυνάμει μολυσμένα και σκέπαζαν καλά το υγρά και τα τρόφιμα.
6. Το σημείο του σταυρού και η απαγγελία προσευχής (ιδιαίτερα του «Πάτερ ημών») απομάκρυνε τους καλικαντζάρους.
7. Στα σταυροδρόμια χάραζαν στο έδαφος το σημείο του σταυρού.
www.paidika.gr