Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Δωρεάν φαγητό, κατευθείαν από τη φύση... 


Πηγη:laikiparadosi.blogspot.com
 Στα δύσκολα χρόνια που ζούμε και στα δυσκολότερα που έρχονται καλό είναι να θυμηθούμε μερικές πρακτικές που ακολουθούσαν με σοφία οι γιαγιάδες μας τα χρόνια που τα λεφτά ήταν λιγοστά και οι καθημερινές ανέσεις, σχεδόν ανύπαρκτες .
Στην εποχή που αναφερόμαστε, είναι σίγουρο ότι δεν θα βρούμε σούπερ μάρκετ σε κάθε γειτονιά της Αθήνας, ούτε ταχυφαγεία με κάθε είδος junk food που υπόσχονται φθηνό φαγητό αμφιβόλου ποιότητας. Οι άνθρωποι ήταν ακόμα κοντά στη φύση και γνώριζαν τα μυστικά που θα τους έδιναν την ευκαιρία να βρίσκουν ένα πιάτο φαγητό, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν λεφτά!
Ας δούμε λοιπόν μερικά προϊόντα που η φύση τα δίνει τσάμπα!
Άγρια χόρτα: Αυτά τα άγρια χόρτα που θεωρούνται εκλεκτά στον πάγκο του σύγχρονου μανάβη, κάποτε ήταν το πιο φθηνό φαγητό του τραπεζιού. Αρκεί να ήξερες να τα ξεχωρίζεις και να έβγαινες μια βόλτα με το μαχαιράκι σου στην εξοχή. Για ακούστε μερικά: ραδίκια, ζωχοί, άγρια μάραθα, ρόκες, γλιστρίδες, τσουκνίδες, αγριόπρασα, αγριοσέλινο, βολβοί, βλίτα, βρούβες, κάπαρη, μυρώνια, καυκαλήθρες, αλλά και πιο gourmet όπως άγρια σπαράγγια και αγκινάρες. Σας ανοίξαμε την όρεξη;
Άγρια μανιτάρια: Αυτό κι αν είναι εκλεκτό έδεσμα! Οι φθινοπωρινές και οι ανοιξιάτικες βροχές γεμίζουν τα βουνά με μανιτάρια και οι φανατικοί του είδους περιμένουν με το καλαθάκι στο χέρι να συλλέξουν τον πολύτιμο αυτό μεζέ. Ωστόσο, θα πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί διότι πολλά είδη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για κατανάλωση. Ακολουθήστε έναν έμπειρο μανιταροσυλλέκτη και έχετε πάντα μαζί σας έναν φωτογραφικό οδηγό για να μπορείτε ανά πάσα στιγμή να ενημερώνεστε με ακρίβεια. Η σύνεση του συλλέκτη είναι η εγκύηση της ασφάλειας.
Φρούτα του δάσους: Πιθανώς να μην ξέρετε ότι τα βατόμουρα, τα σμέουρα, τα μύρτιλα και όλα αυτά τα μικροσκοπικά φρουτάκια που πωλούνται στα μικροσκοπικά κεσεδάκι σαν κόσμημα, υπάρχουν σε άγρια κατάσταση στο δάσος. Αν ανεβείτε σε ορεινές περιοχές, οι παραδοσιακές νοικοκυρές θα σας δείξουν όλα αυτά τα πολύτιμα καλούδια του δάσους που μετατρέπονται σε πρώτης τάξεως γλυκίσματα για όλο το χρόνο!
Ξηροί καρποί: Τα δασικά δέντρα που πολλές φορές χρησιμοποιούνται στις πόλεις και σαν καλλωπιστικά παράγουν καρπούς που είναι θρεπτικότατοι! Καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα & φουντούκια δεν φυτρώνουν μέσα σε πλαστικά δοχεία, αλλά κρέμονται από τα δέντρα στην κατάλληλη εποχή. Σπεύσατε!
Ελιές: Δεν υπάρχει γειτονιά σε μεγάλη πόλη της Ελλάδας που να μην έχει δεντροστοιχίες με ελαιόδεντρα. Τα δέντρα αυτά παράγουν τον πλούσιο καρπό τους, αλλά δεν ενδιαφέρεται κανείς να τον συλλέξει. Γιατί να μην μαζεύουμε τον καρπό από τα ελαιόδεντρα των πεζοδρομίων;
Φρούτα: Σε πολλές περιπτώσεις τα καρποφόρα δέντρα χρησιμοποιούνται σαν καλλωπιστικά. Η αλλαγή στη χρήση τους δεν σημαίνει ότι τα δέντρα αυτά σταματούν να παράγουν καρπό. Μην αφήνετε, λοιπόν, τα νεράτζια να σκάνε στο πεζοδρόμιο και να αναθεματίζετε για τη βρωμιά που δημιουργείται. Φτιάξτε τα γλυκό! Είναι τσάμπα!
Σαλιγκάρια: Ο παππούς μου, παλιά, μάζευε σαλιγκάρια, τα καθάριζε αφήνοντάς τα στο αλεύρι ή σε μακαρόνια για μερικές μέρες και μετά μάς τα μαγείρευε με κρεμμυδάκια και ντομάτα. Αν είστε από τους fan του εδέσματος, θα ξέρετε ότι ο μεζές αυτός είναι εκπληκτικός! Δείτε εδώ περισσότερες λεπτομέριες.
Αν δεν έχετε κάποιον να σας δείξει τα μυστικά των παλιών, μπορείτε να πάρετε αρκετές γνώσεις από τα βιβλία και το διαδίκτυο.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Έθιμα των Θεοφανίων



Αυτές τις άγιες μέρες των γιορτών κάτι κατάμαυρα λιπόσαρκα, τριχωτά και δύσμορφα όντα που έχουν ξεπηδήσει από τα έγκατα της γης επιχειρούν κάθε νύχτα να μπουν στα σπίτια μας για να μαγαρίσουν τα φαγητά και το νερό.

Όλο το χρόνο βρίσκονται στα τάρταρα ροκανίζοντας το στύλο της γης και τις μέρες του Δωδεκαημέρου, που αρχίζει τα Χριστούγεννα και τελειώνει τα Φώτα, ανεβαίνουν στη γη κι αλίμονο σε όποιον τα συναντήσει το βράδυ. 
 
Δεν πρόκειται για σκηνές από ταινία θρίλερ αλλά για τους καλικάντζαρους της λαϊκής μας παράδοσης, τους οποίους την ημέρα των Φώτων ο παπάς μετά τον αγιασμό των υδάτων θα διώξει με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.  
Σύμφωνα με μία εκδοχή οι 
καλικάντζαροι είναι οι βρυκολακιασμένοι στρατιώτες που έστειλε ο Ηρώδης να σφάξουν τα νήπια ελπίζοντας ότι θα σκότωνε και τον νεογέννητο Χριστό. Κατά μία άλλη εκδοχή καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα. Γι' αυτό παλιά σε κάποιες περιοχές έκοβαν και έκαιγαν τα νύχια των παιδιών που γεννιόνταν τα Χριστούγεννα γιατί χωρίς νύχια ήταν αδύνατον να γίνουν καλικάντζαροι. Σε κάποιες περιοχές πιστεύουν ότι ήταν άνθρωποι που έγιναν ξωτικά επειδή είχαν διαπράξει πολλές αμαρτίες. Όπως και να'χει όμως την ημέρα των Φώτων ξορκισμένοι από τις σταγόνες του αγιασμού οι καλικάντζαροι θα φύγουν τρέχοντας για να ξαναγυρίσουν στα έγκατα της γης.
Την ημέρα των Θεοφανίων έθιμα και παραδόσεις για τη βάπτιση του Χριστού και το διωγμό των καλικάντζαρων αναβιώνουν σε όλη των Ελλάδα. Εκτός από τον αγιασμό των υδάτων που γίνεται σε όλη τη χώρα κάθε περιοχή έχει και τα δικά της έθιμα. 


Έθιμα των Φώτων στη Μακεδονία 

Η περιοχή της Μακεδονίας είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, φωταράδες είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.

Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού. 
 
Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου. Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι. Σε χωριά της Καβάλας και της Δράμας, όπως η Νικήσιανη, το Μοναστηράκι, ο Ξηροπόταμος, η Πετρούσα και ο Βώλακας αναβιώνει το έθιμο των αράπηδων. Άντρες ντύνονται με προβιές και ζώνονται κουδούνια. Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους τους ελέφαντες των Ινδών. Τα μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Τα μπαμπούγερα αποτελούν παραλλαγή των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, οι οποίες σήμερα συνηθίζονται στον βορειοελλαδικό χώρο (ρογκάτσια, ρογκατσάρια κ.α.) και παλαιότερα στον Πόντο (μωμόγεροι). Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.  
Στην Καστοριά ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ραγκουτσάρια. Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους. 

Κάλαντα των Φώτων

 Κάλαντα των Φώτων  


                                                        

Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρα μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
'Οργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
'Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

 Κάλαντα των Φώτων

                                                                 

Σήμερον τα φώτα κι ο φωτισμός 
και του Ιησού μας ο βαφτισμός.
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί.
«Δύνεσ', Άη Γιάννη Πρόδρομε,

για να μου βαφτίσεις Θεόν παιδί ;»
Δύνουμαι και σώνω και προσκυνώ
,
για κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,
για ν' ανέβω απάνου στους ουρανούς,

για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν' αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά,

ν' αγιαστή κι αφέντης με την κυρά».
Σήκω, κυρά μ', να στολιστής, να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και στον αγιασμό και στον καλό το χρόνο.

Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάλ'το καμαροφρύδι.
Για βάλε το χεράκι σουστην αργυρή σου τσέπη

κι αν εύρεις γρόσα δος μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και μισό φλουρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ' αφέντη μ' κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σο
υ.
Να ζήσεις χρόνια εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ' τα διακόσα κι ύστερα ν' ασπρίσεις να γεράσεις,
ν'ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ' άσπρο περιστέρι,
σαν τ' αηδονάκι που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.

Κυρά μου, τον γιόκα σου, κυρά μ', τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον πάϊνες,
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσαρα βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα.

Κυρά μ', τη θυγατέρα σου, κυρά μ', την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραμματευτής τη θέλει,
κι ο δάσκαλος απ' το σκολειό γυρεύοντάς την στέλνει.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Καλικάντζαροι τού Δωδεκαήμερου


Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους.
                             



Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» - (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.


Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.
Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! 

Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στη Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στη παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
 

 Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.

Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) τη παραμονή των Χριστουγέννων, (στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.
                                               
 Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν τη κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες... γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.

                                           

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
  1. Πράξεις χριστιανικής λατρείας: α) Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. β) Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων.
  2. Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
  3. Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί ("τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά" Τριφυλία).
Τη παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!
 Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες.
άπό 


Τα Καρκατζούλια ή Σκαρκατζούλια ή Καλικάτζαροι

Αντιγόνη Κουτσινού, ΣΤ2
Τους συναντάμε με πολλά ονόματα: καλιβρούσηδες,καλακάντζουρα,λυκοκάντζαροι, κακανθρωπίσματα, παγανά και εξαποδώ.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια ανεβαίνουν στη γη τα δαιμόνια Καλικάντζαροι, που «όλο το χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια τους τους στύλους που στηρίζουν τη γη».
Οι δαίμονες-Καλλικάντζαροι ταυτίζονται με τις δαιμονικές Κήρες των αρχαίων. Είναι «μαύροι, άσχημοι, με κόκκινα μάτια και τριχωτό σώμα».
Στην Κύπρο ονομάζονται Πλανήταροι«Εκεί τους κάνουν ξεροτήγανα για να τους καλοπιάσουν».
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.     
Κατά διάφορες ελληνικές παραδόσεις οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταμορφωμένοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου) ή αυτοκτόνησαν
Καθένας από τους καλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι.  Κουτσοί, στραβοί, με ένα μάτι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, ξεπλατισμένοι .Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, και δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι' αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό και στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Οι καλικάντζαροι από ότι λέγεται είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και τριχωτό όλο τους το σώμα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι έρχονται έξω και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι αυτό και οι γυναίκες ακόμα τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες.
Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν. Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ' ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν. 
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι' αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη.
Λένε πως μερικοί από τους καλικάντζαρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού τους μια κούνια αγκαθερή και σε αυτήν βάζουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν για να ματώνουν τα παιδιά απ' τ 'αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα. Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι κατουρλήδες, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα.
Φεύγετε να φεύγωμε  
έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε.


Η λαϊκή μας παράδοση θέλει οι καλικάντζαροι να "μαγαρίζουν" το φαγητό με τις ακαθαρσίες τους αλλά και να προσπαθούν να πριονίσουν τα θεμέλια της Γης κατά την διάρκεια του δωδεκαήμερου.
Από την στιγμή που κρύβονται πάλι στα έγκατα της Γης στις 6 Ιανουαρίου τα θεμέλια γίνονται όπως και πριν κι έτσι η προσπάθεια τους είναι από πριν καταδικασμένη.
Σε άλλα μέρη πίστευαν ότι όταν βγαίνουν πάνω στη γη οι καλικάντζαροι, ουρλιάζουν απαίσια και προσπαθούν να μολύνουν με τα περιττώματά τους τα τρόφιμα, να σκορπίσουν το αλεύρι, να χύσουν νερό στο πάτωμα, να σταματήσουν το νερό της βρύσης.
Σε άλλα ελληνικά χωριά πίστευαν πως οι καλικάντζαροι είναι σκελετωμένοι, αδύνατοι, φορούν βρώμικα ρούχα, είναι κουτσοί, τσεβδοί, μονόφθαλμοι, με ουρές, ότι είναι πολύ ευκίνητοι και ικανοί να σκαρφαλώνουν στους τοίχους, αλλά πολύ φοβητσιάρηδες και με μια βιτσιά γίνονται άφαντοι.
Αλλού φαντάζονταν ότι οι καλικάντζαροι παρουσιάζονται και σαν άνθρωποι, σαν ζώα και σαν περίεργα πουλιά, ότι εμφανίζονται κατά τις σκοτεινές νύχτες στους ανθρώπους σαν παράξενα φαντάσματα. Πίστευαν ότι τα κακά πνεύματα τις νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν ελεύθερα και πανταχού παρόντα και γι' αυτό κανείς δεν έπρεπε να βραδιαστεί μακριά από το χωριό ή στο δάσος.
Στον Πόντο όποιος ήθελε να αποφύγει την επίσκεψη των καλικαντζάρων έπρεπε:
1. Να μη σβήσει την λάμπα, και αν ήταν ανάγκη να βγει από το σπίτι, έπρεπε να κρατάει φανάρι αναμμένο η δαυλό.
2. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων άναβαν στο τζάκι το «Χριστοκούρ» ένα χοντρό κούτσουρο και πριν καεί το αντικαθιστούσαν με άλλο, έτσι ώστε η φωτιά να διατηρείτε άσβεστη σε όλη την διάρκεια του Δωδεκαήμερου.
3. Να ραντήσει το σπίτι με αγιασμό.
4. Δεν γινόταν γάμος και μόνο βάπτισμα σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης.
5. Όλα τα θεωρούσαν εν δυνάμει μολυσμένα και σκέπαζαν καλά το υγρά και τα τρόφιμα.
6. Το σημείο του σταυρού και η απαγγελία προσευχής (ιδιαίτερα του «Πάτερ ημών») απομάκρυνε τους καλικαντζάρους.
7. Στα σταυροδρόμια χάραζαν στο έδαφος το σημείο του σταυρού.
www.paidika.gr

Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ - ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ


Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου. Είναι άρτος χαρούμενος, όταν γίνεται φουσκωτή από ζύμη και κόβεται ανήμερα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς και επίπεδος, σχεδόν νεκρολατρικός, όταν ετοιμάζεται άζυμη αποβραδίς και κόβεται στο δείπνο ή τα μεσάνυχτα. Είναι οπωσδήποτε μια προσφορά στους θεούς και στους αγίους ή στα αόρατα πνεύματα των νεκρών και των άλλων στοιχειών. Απόδειξη τα κομμάτια που ξεχωρίζουμε για το Χριστό, την Παναγία, τον Αι Βασίλη, το σπίτι, τους αγρούς, τα ζώα, τους πεθαμένους και τους ξενιτεμένους.
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραύνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π.Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Ας δούμε τώρα και μερικές περιγραφές προσφύγων από τις παλιές πατρίδες.


ΠΟΝΤΟΣ
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν : Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψε τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες :
Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί 'ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα. Αν
είναι πλούσια και καλή, πες της να 'ρθει να
μ' εύρει, αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να
'ρθει να μ' εύρει.
Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες.

Κίος Βιθυνίας   (στην Προποντίδα)
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω πατούσε το δικέφαλο αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ στις 8 έστηναν τον ψημένο Αϊ-Βασίλη στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον Αϊ-Βασίλη λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον Αϊ-Βασίλη. Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». 
Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κοιτάζουν και το κομμάτι της δουλειάς. Αν τύχει εκεί το φλουρί η δουλειά θα πάει καλά όλο το χρόνο.
Καστανιές Ανατολικής Θράκης
Τη Βασιλόπιτα την έκαναν φυλλωτή. Έβαζαν γόμο (γέμιση) πλιγούρι και ανάμεσα στα φύλλα τον «παρά», το νόμισμα, και άλλα σημάδια. Η νοικοκυρά με τον παρά τη σταύρωνε τρεις φορές κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι, θα να βάλει πελεκούδι από την πόρτα ή κλαρί, για το σπίτι, κουκί στάρι για τα χωράφια, σταφίδα για το αμπέλι, κομματάκια τυρί για τα πρόβατα, άχερο για τα γελάδια... Στους λυπημένους που έστελναν πίτα, εκείνοι δεν την έκοβαν με το μαχαίρι αλλά ο καθένας έκοβε με το χέρι ένα κομμάτι. 
Την παραμονή το βράδυ έβαζαν στο τραπέζι εννιά ειδών φαγητά και πολλών ειδών οπωρικά, στη μέση τη βασιλόπιτα, τρία ψωμιά κι ένα κεράκι αναμμένο στο ένα ψωμί... Αφού έτρωγαν έκοβαν την πίτα. Σ' όποιον έπεφτε ο παράς, έλεγαν πως εκείνος «βασίλεψε». Τον «βασιλεμένο» παρά τον έριχναν μέσα σε ποτήρι με κρασί, έπιναν από λίγο και εύχονταν : «Και του χρόνου καλύτερα!». Τον παρά τον άφηναν στα εικονίσματα και τον επόμενο χρόνο τον έβαζαν στην άλλη πίτα. 
Έθιμα των Καππαδόκων
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων. Καταγράψαμε τα ήθη και τα έθιμα και τα συνθέσαμε κατά ενότητες παρακολουθώντας τα παράλληλα με το χρόνο που τελούνταν.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φαει όταν ήταν λεχώνα.
Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου γιόρταζαν, συγκεντρωμένοι στα σπίτια διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες και χωριστά. οι γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπα..
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο. Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .
Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αι-Βασίλη και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης.
Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό τον Αι-Βασίλη «σουγιού». Γέμισε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση σακούλα μικρή με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αι-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις. Ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ότι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους, και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Άγιος ανακουφίστηκε αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο καθένας έτυχε στην πίτα του ό, τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά.

Κάλαντα από το Μιστί
Αρχήν αρχήν τα κάλαντα Κι αρχή καλά χρόνια

Τα πουλιά λαλούν
Τσι τα χερώνεια κράζνει} δις
Αϊ Βασίλημ καλό ζευγάρη λάμεις
Καλόνι αφέντημ καλό τσι ευλογημένο }δις
Έχεις τσι ντου αλέτηρ σου
Στο χρυσό βουτηγμένο
Και το γυνίτσι σου ασημοκαμωμένο
Έχεις και τα βουδίτσια σου
Της Παναγιάς πουλίτσια
καλάντι αφέντημ καλά τσι ευλογημένα (δίς)
άκουντα νουνάκαμ άκουντα
αν τσισει τσιάν τσιμάσει
γύψει ντου φενέρ μας
φώτησε την γενειά μας
φώτησε την γενειά μας να σε φωτής θεός. 
άπό 

  Μάζεμα-διατήρηση ελιών και λαδιού Πότε να μαζεύουμε τις ελιές. Για την καλή ποιότητα του λαδιού έχει μεγάλη σημασία ή εποχή πού θα μαζέψου...